C'era una volta

Ήτανε μια φορά μάτια μου κι έναν καιρό
μια όμορφη κυρά αρχόντισσα να σε χαρώ

Μια μικροπαντρεμένη κόρη ξανθή
τον κύρη της προσμένει βράδυ πρωί

Ένα Σαββάτο βράδυ καλέ μια Κυριακή
τον ήλιο το φεγγάρι, καλέ, παρακαλεί

Ήλιε μου φώτισέ τον φεγγάρι μου
πάνε και μίλησέ του για χάρη μου

Γυρίζει κι αρμενίζει καλέ στα πέλαγα
τους πειρατές θερίζει καλέ και τους χαλά

Στον ήλιο στο φεγγάρι και στη βροχή
και μένανε μ’ αφήνει έρμη και μοναχή

Γαλέρα ανοίχτηκε μάτια μου με το βοριά
στη μάχη ρίχτηκε μάτια μου και στον καυγά

Μέσα σ’ ένα σινάφι πειρατικό
είδα φωτιά ν’ ανάβει και φονικό


C'era una volta, occhi miei, tanto tempo fa,
una bella gentildonna, lasciatelo dire.

Una piccola sposa, una signora bionda,
che aspettava il suo signore da sera a mattina,

Un sabato sera, mio caro, o una domenica
Al sole e alla luna, caro, lei implorò

Sole mio, illuminatelo, o luna mia,
andate e parlategli, fatemi grazia

Girovagando e scorazzando, caro, per i mari
Mietendo i pirati, caro, e annientandoli

Con il sole, con la luna e con la pioggia,
lasciadomi sola e abbandonata

Una galea sospinta, miei occhi, dal vento di bora,
si è lanciata in battaglia, mio caro, e nell'agone

In mezzo a un'orda di pirati,
ho visto le fiamme bruciare e uccidere.

murex, Raf © 04.02.2010

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info