Sailors’ Prayers

Οι Γιαπωνέζοι ναυτικοί, προτού να κοιμηθούν,
βρίσκουν στην πλώρη μια γωνιά που δεν πηγαίνουν άλλοι
κι ώρα πολλή προσεύχονται βουβοί, γονατιστοί
μπρος σ’ ένα Βούδα κίτρινο που σκύβει το κεφάλι.

Κάτι μακριά ως τα πόδια τους φορώντας νυχτικά,
μασώντας οι ωχροκίτρινοι μικροί Κινέζοι ρύζι,
προφέρουνε με την ψιλή φωνή τους προσευχές
κοιτάζοντας μια χάλκινη παγόδα που καπνίζει.

Οι Κούληδες με την βαριά βλακώδη τους μορφή
βαστάν σκυφτοί τα γόνατα κοιτώντας πάντα κάτου,
κι οι Αράπηδες σιγοκουνάν το σώμα ρυθμικά,
κατάρες μουρμουρίζοντας ενάντια του θανάτου.

Οι Ευρωπαίοι τα χέρια τους κρατώντας ανοιχτά,
εκστατικά προσεύχονται γιομάτοι από ικεσία
και ψάλλουνε καθολικές ωδές μουρμουριστά,
που εμάθαν όταν πήγαιναν μικροί στην εκκλησία.

Και οι Έλληνες, με τη μορφή τη βασανιστική,
από συνήθεια κάνουνε, πριν πέσουν, το σταυρό τους
κι αρχίζοντας με σιγανή φωνή « Πάτερ ημών...»
το μακρουλό σταυρώνουνε λερό προσκέφαλό τους.


Japanese mariners before they head for bed
Find a lone deserted corner on the prow
Then mute, they kneel and pray a while
Before a yellowed Buddha with head bowed.

Wearing long robes down to their toes
Small ochre-yellow Asians chewing rice
In tiny voices they recite their prayers
Staring at the bronze pagoda’s smoke rise.

The Coolies in their dim and heavy form
Grasp their knees forever looking down;
The Africans in slow rhythm rock their body to and fro,
Muttering curses against death longing not to drown.

The Europeans hold their hands out-stretched,
To pray with ecstasy and pleas full of emotion
Then chant murmuring the Catholic hymns
They learned as youths at church devotion.

The Greeks, with their tormented guise,
From habit cross themselves before they lie,
And start with voices low, “Our Father…”
Blessing their stained pillows lest they die.

gstratig © 05.02.2010

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info