Avaa, äiti, avaa

Σήκω, μανούλα μου γλυκιά,
και τρέξε να μ’ ανοίξεις,
το ξεγραμμένο σου παιδί
στην αγκαλιά να σφίξεις.

Άνοιξε, μάνα, άνοιξε,
δεν σου χτυπάει ξένος,
χτυπάει ο γιος σου, μάνα μου,
ο παραστρατημένος.

Σε πίκρανα, σε πλήγωσα
και γέρασες για μένα,
μα τώρα, όμως, όλα αυτά
ας είναι ξεχασμένα.

Άνοιξε, μάνα, άνοιξε
δεν σου χτυπάει ξένος,
χτυπάει ο γιος σου, μάνα μου,
ο παραστρατημένος.

Μια πόρτα ανοίγει διπλανή
και μου φωνάζει ένας:
"Σ’ αυτό το σπίτι μη χτυπάς
γιατί δε ζει κανένας!"


Nouse äitini ihana,
ja juokse mulle avaamaan,
kadonneen lapsesi
syliisi sulkeaksesi.

Avaa, äiti, avaa,
ei kolkuta vieras,
kolkuttaa poikasi, äitini,
harhaan kulkenut.

Sut katkeroitin, sua haavoitin
ja vanhenit vuokseni,
mutta nyt, kuitenkin, kaikki tuo
olkoon unohdettua.

Avaa, äiti, avaa
ei kolkuta vieras,
kolkuttaa poikasi, äitini,
harhaan kulkenut.

Ovi aukenee viereinen
ja mulle huutaa joku:
"Siihen taloon älä kolkuta
koskei siellä elä ketään!"

ΜάρκοςΤο, Markus Torssonen © 08.02.2010

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info