Yara Yara (N. Kavvadias) | ||
Καθώς αποκοιμήθηκες φύλαγε βάρδια ο κάβος. Σε σπίτι μέσα, ξέχασες προχτές το φυλαχτό. Γελάς, μα εγώ σε πούλησα στο Rio για δυο centavos κι απέ σε ξαναγόρασα ακριβά στη Βηρυτό. Με πορφυρό στα χείλη μου κοχύλι σε προστάζω. Στο χέρι το γεράκι σου και τα σκυλιά λυτά. Απάνωθέ μου σκούπισε τη θάλασσα που στάζω και μάθε με να περπατώ πάνω στη γη σωστά. Κούκο φορούσες κάτασπρο μικρός και κολαρίνα. Ναυτάκι του γλυκού νερού. Σε πιάνει μην το πεις αλλού σαν γάτα η λαμαρίνα Και σε σαστίζει ξαφνικό προβέτζο του καιρού. Το ντύμα πάρε του φιδιού και δος μου ένα μαντίλι. Εγώ, και σ’ έγδυσα μπροστά στο γέρο Τισιανό. Βίρα, Κεφαλλονίτισσα, και μάινα το καντήλι. Σε λόφο γιαπωνέζικο κοιμάται το στερνό. Σου πήρα από τη Νάπολη μια ψεύτικη καμέα κι ένα κοράλλι ξέθωρο μαζί. Πίσω απ’ το φριγκορίφικο στην άδεια προκυμαία Έβενος, γλώσσα της φωτιάς, στο βάθος κρεμεζί. Φώτα του Melbourne. Βαρετά κυλάει ο Yara Yara ανάμεσα σε φορτηγά πελώρια και βουβά, φέρνοντας προς το πέλαγος, χωρίς να δίνει δυάρα, του κοριτσιού το φίλημα, που στοίχισε ακριβά. Γερά την ανεμόσκαλα. Καφέ για τον πιλότο. Λακίζετε, αλυσόδετοι του στεριανού καημού. Και σένα, που σε κέρδισα μιανής νυχτιάς σε λότο, σμίγεις και πας με τον καπνό του γκρίζου ποταμού. Μια βάρκα θέλω, ποταμέ, να ρίξω από χαρτόνι, όπως αυτές που παίζουνε στις όχθες μαθητές. Σκοτώνει, πες μου, ο χωρισμός; Ματώνει, δε σκοτώνει. Ποιος είπε φούντο; Ψέματα. Δε φτάσαμε ποτές. | Mentre hai dormito, per tutta la mia guardia ci ha ridossato il capo. In casa tua, l'altrieri ti sei scordata il mio amuleto. Tu ridi, ma io ti vendetti a Rio per due centavos e poi ti ricomprai a Beirut, e costavi assai più cara. Con la mia conchiglia porporina in bocca io ti proteggo. Sul braccio c'è il tuo falchetto e i cani che corrono sfrenati. Forza adesso, asciugami 'sto mare, ché sto grondando e insegnami come si fa a camminare bene, a terra. Da piccolo portavi una cuffia tutta bianca e un colletto inamidato. Un marinaretto d'acqua dolce. Il mal della lamiera ti prende come un gatto, ma non dirlo in giro e ti rende paralitico un colpo di libeccio all'improvviso. Tu prendi la "pelle di serpente" e a me dammi un fazzoletto. Sì io, - che ti ho spogliata nuda davanti a Tiziano, il vecchio. Salpa, donna di Cefalonia, e molla la lucerna. Quello, ormai dorme sull'ultima collina del Giappone. Ti ho portato da Napoli un cammeo fasullo e pure un corallo scolorito. Dietro il frigorifero sulla banchina vuota Color ebano - una lingua di fuoco, su fondo cremisi. Luci di Melbourne. Lo Yara Yara scivola, che noia in mezzo a mercantili immensi e silenziosi, portando verso il largo e non gliene frega niente il bacio della ragazzina, che è costato tanto caro. Cala la biscaglina. Caffé per il pilota. Via a gambe, gente incatenata al dolore di terraferma. E tu, che ti ho vinta alla lotteria di una sola notte, anche tu ti aggreghi e te ne vai nei fumi del fiume grigio. Voglio varare una barca di cartone, fiume, come quelle degli scolari che giocano sulla sponda. Dimmi, la separazione uccide? Fa sanguinare, ma non uccide. Chi ha detto "dar fondo ?". Balle. Per noi non esiste arrivo. | |
Gian Piero Testa, Gian Piero Testa © 28.05.2010 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info