Fata Morgana

Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό
στάλα τη στάλα συναγμένο απ’ το κορμί σου
σε τάσι αρχαίο, μπακιρένιο αλγερινό,
που κοινωνούσαν πειρατές πριν πολεμήσουν.

Πανί δερμάτινο, αλειμμένο με κερί,
οσμή από κέδρο, από λιβάνι, από βερνίκι,
όπως μυρίζει αμπάρι σε παλιό σκαρί
χτισμένο τότε στον Ευφράτη στη Φοινίκη.

Σκουριά πυρόχρωμη στις μίνες του Σινά.
Οι κάβες της Γερακινής και το Στρατόνι.
Το επίχρισμα. Η άγια σκουριά που μας γεννά,
Μας τρέφει, τρέφεται από μας, και μας σκοτώνει.

Πούθ’ έρχεσαι; Απ’ τη Βαβυλώνα.
Πού πας; Στο μάτι του κυκλώνα.
Ποιαν αγαπάς; Κάποια τσιγγάνα.
Πώς τη λένε; Φάτα Μοργκάνα.


Haré agua de mar como la comunión,
recogida gota a gota de tu cuerpo
en un cucharón de latón antiquo, algerino,
donde los piratas recibían comunión antes de luchar.

Tela de cuero, untada en cera,
olor del cedro, del incensio, del barniz,
como la botega de un barco viejo huele,
que fue construido entonces en el Euphrat, en la Phoenicia.

Óxido rojido en las minas de Sinaí,
Los cabos de Gerakini y de Stratoni,
La argamasa. El óxido santo que nos da a luz,
nos alimenta, se alimenta de nosotros y nos mata.

¿De dónde tú vienes? De Babilonia.
¿A dónde vas? En el ojo de ciclón.
¿Quién amas? Una gitana.
¿Cómo se llama? Fata Morgana.

curros_mujer © 28.05.2010

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info