A' bord de l'Aspasia (Kavvadias) | ||
Ταξίδευες κυνηγημένη από τη μοίρα σου για την κατάλευκη μα πένθιμη Ελβετία πάντα στο ντεκ σε μια σεζ λονγκ πεσμένη κάτωχρη απ’ τη γνωστή και θλιβερότατην αιτία Πάντοτε ανήσυχα οι δικοί σου σε τριγύριζαν μα εσύ κοιτάζοντας τα μάκρη αδιαφορούσες σ’ ό,τι σου λέγαν πικρογέλαγες γιατί ένιωθες πως για τη χώρα του θανάτου οδοιπορούσες Κάποια βραδιά που από το Στρόμπολι περνούσαμε είπες σε κάποιο γελαστή σε τόνο αστείου: "Πώς μοιάζει τ’ άρρωστο κορμί μου καθώς καίγεται, με την κορφή τη φλεγομένη του ηφαιστείου!" Ύστερα σ’ είδα στη Μαρσίλια σαν εχάθηκες μέσα στο θόρυβο χωρίς να στρέψεις πίσω Κι εγώ που μόνο την υγρήν έκταση αγάπησα, λέω πως εσένα θα μπορούσα ν’ αγαπήσω | Viaggiavi inseguita dalla tua sorte verso la Svizzera candidissima e luttuosa sul deck in chaise-longue sempre accasciata pallidissima per la nota e tristissima ragione Sempre con ansia i tuoi ti circondavano ma tu guardando lontano restavi indifferente a quel che ti dicevano sorridevi amara, lo sentivi di essere in cammino per i luoghi della morte Una sera che Stromboli si stava costeggiando con tono di scherzo a qualcuno dicesti sorridendo " Il mio corpo malato quanto somiglia mentre brucia alla cima infiammata del vulcano !" Poi ti vidi a Marsiglia prima che sparissi in mezzo al frastuono senza voltarti indietro. Ed io che solo amai le umide distese, dico che te avrei potuto amare | |
Gian Piero Testa, Gian Piero Testa © 27.11.2010 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info