Alte Wege | ||
Δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα ατέλειωτα κάτω απ’ τους ίσκιους των σπιτιών να περπατώ νύχτες των γυρισμών αναπότρεπτες κι η πόλη νεκρή Την ασήμαντη παρουσία μου βρίσκω σε κάθε γωνιά κάμε να σ’ ανταμώσω κάποτε φάσμα χαμένο του πόθου μου κι εγώ Ξεχασμένος κι ατίθασος να περπατώ κρατώντας μια σπίθα τρεμόσβηστη στις υγρές μου παλάμες Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα χωρίς να γνωρίζω κανένα κι ούτε κανένας κι ούτε κανένας με γνώριζε με γνώριζε | Alte Wege, die ich unendlich geliebt und gehaßt habe will ich gehen im Schatten der Häuser Nächte der Rückkehr unvermeidbar und die Stadt - tot An jeder Ecke finde ich meine unbedeutende Anwesenheit wieder und auch ich will dir irgendwie begegnen, verlorenes Fantasma meines Verlangens Vergessen und widerspenstig will ich sie entlanggehen und halte einen flackernden Funken in meiner feuchten hohlen Hand Und ich ging weiter, mitten in der Nacht, ohne jemanden zu kennen und ebenso erkannte mich niemand, erkannte mich niemand | |
lipsia © 27.11.2010 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info