Donna (Kavvadias) | ||
Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία. Παίξε στον άνεμο τη γλώσσα σου και πέρνα Αλλού σε λέγανε Γιουδήθ, εδώ Μαρία Το φίδι σκίζεται στο βράχο με τη σμέρνα. Από παιδί βιαζόμουνα μα τώρα πάω καλιά μου. Μια τσιμινιέρα με όρισε στον κόσμο και σφυρίζει. Το χέρι σου, που χάιδεψε τα λιγοστά μαλλιά μου, για μια στιγμή αν με λύγισε σήμερα δε με ορίζει. Το μετζαρόλι ράγισε και το τεσσαροχάλι. Την τάβλα πάρε, τζόβενο, να ξαναπάμε αρόδο. Ποιος σκύλας γιος μας μούτζωσε κι έχουμε τέτοιο χάλι, που γέροι και μικρά παιδιά μας πήραν στο κορόιδο; Βαμμένη. Να σε φέγγει κόκκινο φανάρι. Γιομάτη φύκια και ροδάνθη αμφίβια Μοίρα. Καβάλαγες ασέλωτο με δίχως χαλινάρι, πρώτη φορά σε μια σπηλιά στην Αλταμίρα Σαλτάρει ο γλάρος το δελφίνι να στραβώσει. Τι με κοιτάς; Θα σου θυμίσω εγώ πού μ’ είδες; Στην άμμο πάνω σ’ είχα ανάστροφα ζαβώσει τη νύχτα που θεμέλιωναν τις Πυραμίδες Το τείχος περπατήσαμε μαζί το Σινικό. Κοντά σου ναύτες απ’ την Ουρ πρωτόσκαρο εβιδώναν. Ανάμεσα σε ολόγυμνα σπαθιά στο Γρανικό έχυνες λάδι στις βαθιές πληγές του Μακεδόνα. Βαμμένη. Να σε φέγγει φως αρρωστημένο. Διψάς χρυσάφι. Πάρε, ψάξε, μέτρα. Εδώ κοντά σου χρόνια ασάλευτος να μένω ως να μου γίνεις, Μοίρα, Θάνατος και Πέτρα | Danza sulla pinna dorsale dello squalo. Fa' risuonare la tua lingua al vento e passa oltre Altrove ti chiamavano Giuditta, qui Maria Il serpente e la murena si dilaniano sullo scoglio. Da ragazzo avevo fretta ma ora vado a rotta di collo. Un fumaiolo decreta quel che ci faccio al mondo e fischia. La tua mano, che accarezza i miei capelli scarsi se per un istante mi ha piegato oggi, non mi comanda. La clessidra si è rotta e anche l'ancorotto. Ritira la passerella, mozzo, si rivà alla fonda. Chi è quel figlio di cagna che in questo affanno per cui ridono di noi vecchi e bambini maledice con la mano ? Dipinta. Buona per la luce di una lanterna rossa. Piena di alghe e di macchie rosse sulla pelle, Sorte anfibia. Cavalcavi senza sella e senza finimenti la prima volta in una grotta di Altamira. Il gabbiano saltella sul delfino e lo confonde Perché mi guardi ? A me tocca ricordarti dove mi hai visto ? Sopra la sabbia ti avevo rivoltata sottosopra quella notte in cui posero la prima pietra delle Piramidi Abbiamo percorso insieme la Muraglia Cinese Accanto a te marinai di Ur montavano il primo scafo In mezzo alle spade sguainate a Granico versavi olio sulle ferite profonde del Macedone Dipinta. Buona per una luce ammalata Sei assetata d'oro. Prendi, palpa, soppesa. Vicino a te io voglio rimanere immobile finché tu mi divenga, Sorte, Morte e Pietra | |
Gian Piero Testa, Gian Piero Testa © 27.11.2010 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info