Du warst gut und du warst süß

Ήσουν καλός κι ήσουν γλυκός
κι είχες τις χάρες όλες,
όλα τα χάδια του αγεριού,
του κήπου όλες τις βιόλες.

Το πόδι ελαφροπάτητο
σαν τρυφερούλι ελάφι,
πάταγε το κατώφλι μας
κι έλαμπε σαν χρυσάφι.

Νιότη απ’ τη νιότη σου έπαιρνα
κι ακόμη αχνογελούσα,
τα γερατειά δεν τρόμαζα,
το θάνατο αψηφούσα.

Και τώρα πού θα κρατηθώ,
πού θα σταθώ, πού θάμπω,
που απόμεινα ξερό δεντρί
σε χιονισμένο κάμπο;

Πώς θα γυρίσω μοναχή
στο ερμαδιακό καλύβι;
Έπεσε η νύχτα στην αυγή
και το στρατί μού κρύβει.

Ωχ, δεν ακούστηκε ποτές
και δεν μπορεί να γίνει
να καίγουνται τα χείλια μου
και νάμαι μπρος στην κρήνη.


Du warst gut und du warst süß
und du hattest alle Reize,
alle Liebkosungen des Windes,
alle Veilchen des Gartens.

Der Fuß mit leichten Schritten
wie beim zierlichen Hirschen
betrat unsere Schwelle
und glänzte wie Gold.

Die Jugend von deiner Jugend nahm ich mir
und lächelte noch leicht,
das Alter schreckte mich nicht,
den Tod beachtete ich nicht.

Und jetzt, wo werde ich mich festhalten,
wo mich hinstellen, wo Zuflucht suchen,
der ich übrig blieb, trockener Baum
auf verschneitem Feld ?

[Wie kann ich allein zurückkehren
in die öde Hütte ?
Die Nacht ging in Dämmerung über
und mein Weg war nicht mehr auszumachen.

Oh, es ist nie gehört worden
und es kann nicht passieren,
dass meine Lippen brennen
gepresst an die Quelle.]

lipsia © 27.11.2010

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info