Der Gefallen

Ψυχές μαραγκιασμένες σαν σφουγγάρια
ρουφάνε λίγον ήλιο απ’ το κρασί
κι αζήτητες σ’ απόμερα πατάρια
διψάνε για μια στάλα θαλασσί.

Στους τοίχους της ταβέρνας τα καράβια
που χάραξε ένα χέρι απλοϊκό.
Γιατί να καταντήσουμε ρημάδια;
Δε μάθαμε ποτέ το μυστικό.

Τα δάχτυλα να σφίγγουν το ποτήρι
παινέματα και λόγια λιγοστά.
Χριστέ μου, κάνε απόψε ένα χατίρι
κι οι τελευταίοι νά ’ρθουν πιο μπροστά.


Seelen verschrumpelt wie Schwämme
schlürfen etwas Sonne aus dem Wein
und nicht Verlangte in abgelegenen Abstellräumen
dürsten nach einem Tropfen Meer.

An den Wänden der Taverne die Schiffe,
die eine naive Hand eingeritzt hat.
Warum sollen wir zu Wracks verkommen?
Wir lüften das Geheimnis nie.

Die Finger sollen das Glas drücken,
Lobreden und wenige Worte.
Mein Christus, tu uns heute abend einen Gefallen
und die Letzten werden weiter vorn sein.

lipsia © 27.11.2010

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info