Fata Morgana (Kavvadias)

Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό
στάλα τη στάλα συναγμένο απ’ το κορμί σου
σε τάσι αρχαίο, μπακιρένιο αλγερινό,
που κοινωνούσαν πειρατές πριν πολεμήσουν.

Πανί δερμάτινο, αλειμμένο με κερί,
οσμή από κέδρο, από λιβάνι, από βερνίκι,
όπως μυρίζει αμπάρι σε παλιό σκαρί
χτισμένο τότε στον Ευφράτη στη Φοινίκη.

Σκουριά πυρόχρωμη στις μίνες του Σινά.
Οι κάβες της Γερακινής και το Στρατόνι.
Το επίχρισμα. Η άγια σκουριά που μας γεννά,
Μας τρέφει, τρέφεται από μας, και μας σκοτώνει.

Πούθ’ έρχεσαι; Απ’ τη Βαβυλώνα.
Πού πας; Στο μάτι του κυκλώνα.
Ποιαν αγαπάς; Κάποια τσιγγάνα.
Πώς τη λένε; Φάτα Μοργκάνα.


Farò la comunione con acqua marina
raccolta goccia a goccia dal tuo corpo
in una coppa antica di rame algerino,
come facevano i pirati prima dell'assalto.

Una vela di pelli spalmate di cera,
odore di cedro, d'incenso, di vernice,
come odora una stiva in un vecchio scafo
un tempo costruito in Fenicia sull'Eufrate.

Ruggine color di fuoco nelle gallerie del Sinai.
Le miniere di Yerakina e lo Stratoni.
La tinta. La santa ruggine che ci partorisce,
ci nutre, la nutriamo, e che ci uccide.

Da dove vieni? Da Babilonia
Dove vai? Nell'occhio del ciclone
Chi ami? Amo una zigana
Come si chiama? Fata Morgana.

Gian Piero Testa, Gian Piero Testa © 27.11.2010

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info