A Kosmàs navigatore dell'Indiano (Kavvadias)

Τριγυριστής της Ινδικής στα νιάτα του ο Κοσμάς,
πίστεψε στα γεράματα πως θα καλογερέψει.
Κυρά θαλασσοθάνατη, στα χέρια του έχεις ρέψει,
που στα στερνά τα μάρανε το αλέτρι κι ο κασμάς.

Όπου έφτασες, κάθε χρονιά θερίζουν τρεις φορές.
Την Ταπροβάνη εδιάλεξες κι είχες καιρό ποδίσει.
Τώρα μασάς αμύγδαλα και προσφορές ξερές,
και το λιβάνι οσμίζεσαι που μοιάζει με χασίσι.

Εκεί, Ταμίλες χαμηλές που εμύριζαν βαριά,
Σιγκαλινές με στήθη ορθά τριγύρω σου λεφούσια.
Εδώ λυγίζεις το κορμί με τ’ αχαμνά μεριά
και προσκυνάς τη Δέσποινα τη Γαλακτοτροφούσα.

Πήγες εκεί που εδίδασκε το πράσινο πουλί,
όπου της μάγισσας ο γιος θ’ αντάμωνε το στόλο.
Έλυνε εκείνος με σπαθί όσα η γραφή διαλεί.
Μα εσύ ξηγάς τα αινίγματα καινούργιων Αποστόλων.

Μπροστά στου τρεις ελέφαντες ντυμένοι στα χρυσά,
Όξω απ’ του Βούδα τη σπηλιά, ψηλά στην Κουρνεβάλα.
Τώρα σκοντάφτεις, Γέροντα, στου δρόμου τα μισά
και πας για να λειτουργηθείς σε γάιδαρο καβάλα.

Μαζεύει ο ναύτης τον παρά κουκί με το κουκί
και πολεμά σε ψήλωμα να στήσει το αγκωνάρι.
Άλλοι σαλπάρουν Αύγουστο για Νότιο Σινική
και το γλεντάν στο Βοθνικό, Δεκέμβρη και Γενάρη.

Όταν πιστεύω θάλασσα μονάχα και βυθό
και προσκυνάω για κόνισμα έναν παλιό αστρολάβο,
πες μου, στην άγια πίστη σου, πως να προσευχηθώ;
σε ποιον να ξομολογηθώ και που να μεταλάβω;

Ο Θεός είναι πανάγαθος, Κοσμά, και συχωρά,
Όμως γδικιέται αμείλιχτος ο γέρο Ποσεοδώνας.
Το `δανε λένε βουτηχτές: του σαλαχιού η ουρά
να γαργαλάει στα χαμηλά, τα χείλια της στρειδώνας.


Vagabondo dell'Indiano, Kosmàs in gioventù
confidò che la sua vecchiaia sarebbe stata monacale.
Signora morte in mare, gli eri spirata tra le braccia,
ché d'aratro e picco a iosa n' ebbe negli anni estremi.

Dove andasti a stare mietono tre volte all'anno.
Scegliesti Taprovani* e vi avevi ancorato il tempo.
Ora mastichi mandorle e quanto di secco la terra dona
e il fumo d'incenso annusi, che ti ricorda l'hashish.

Là cammelli Tamil che mandavano cattivo odore,
Cingalesi dai seni eretti, e gente a brulicarti intorno.
Qui il tuo corpo pieghi sopra i lombi fiacchi
e vai in pellegrinaggio alla Vergine del Latte.

Andasti dove il verde uccello teneva la sua scuola,
dove il figlio della strega s'incontrava con la flotta.
Scioglieva con la spada ciò che è scritto che si sciolga.
Ma tu cerchi di svelare di nuovi Apostoli gli enigmi.

Innanzi a te tre elefanti con le gualdrappe d'oro,
fuor della grotta di Budda, lassù a Kurunegala.
Ora, Vecchione, inciampi nel mezzo delle strade
e a cavallo di un asino ti rechi ai santi riti.

Il marinaio racimola il proprio "chicco a chicco"
e poi su una collina combatte a disporre pietre.
Altri d'agosto salpano per il mar del Mezzodì Cinese
e se la spassano in Botnia di dicembre e di gennaio

Quando al mare e all'abisso unicamente credo
e come un' icona venero un astrolabio vecchio,
dimmi, per la tua santa fede, io come lo prego un dio,
a chi mai confessarmi e dove far la comunione ?

Dio è infinitamente buono, Kosmàs, certo perdona
ma vendicatore implacabile è il vecchio Poseidone.
Lo videro, si dice, certi tuffatori: la coda della razza
solleticava, sul fondo, dell'ostrica le labbra.

Gian Piero Testa, Gian Piero Testa © 27.11.2010

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info