La scimmia (Kavvadias) | ||
Κάποτε, σ’ ένα μακρινό λιμάνι του Ινδικού, δίνοντας μια πολύχρωμη, μεταξωτή γραβάτα σ’ έναν αράπη, μια μικρή αγόρασα μαϊμού με μάτια γκρίζα, σκοτεινά και πονηρία γεμάτα. Τις πρώτες μέρες μοναχή στης πλώρης μια γωνιά, ξερνούσε και με κοίταζε βουβή και λυπημένη μα σαν πέρασε καιρός, ερχόταν μοναχή κι ώρες πολλές στον ωμό μου ξεχνιόταν καθισμένη. Στα πόρτα τις αγόραζα μπανάνες και γλυκά κι έξω μ’ ένα μικρό σκοινί την έβγαζα δεμένη κι αφού σ’ όλα καθόμασταν και πίναμε τα μπαρ στο φορτηγό γυρίζαμε κι οι δυο μας μεθυσμένοι. Κάποια φορά που πήγαινα μαζί της σκεφτικός εξέφυγ’ απ’ τα χέρια μου χαρούμενη και πάει. Είχε προτέρημα πολύ μεγάλο: Να σιωπάει. Μα είχε κι απ’ την ύπουλη καρδιά της γυναικός. | Una volta in un remoto porto indiano, dando ad un moro una cravatta di seta variopinta, da lui acquistai una piccola scimmietta dagli occhi grigi, tenebrosi e pieni di furbizia. I primi giorni, soletta in un canto a proravia, vomitava e mi guardava in silenzio tutta triste ma passato del tempo, veniva di sua iniziativa e standomi sulla spalla per ore e ore si perdeva. Giunti nei porti le comperavo dolci e banane e la portavo in giro legata ad una funicella e siccome in tutti i bar ci fermavamo a bere tornavamo alla nave ubriachi tutti e due. Qualche volta che con lei me ne andavo pensieroso mi sfuggiva dalle mani tutta felice, e via. Aveva una gran virtù: se ne stava zitta. Ma anche qualcosa del cuore sornione della donna. | |
Gian Piero Testa, Gian Piero Testa © 27.11.2010 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info