La canzone della strada (Gatsos/Lorca) | ||
Σε πεύκο ανέβηκα μεγάλο να δω πού πήγε τ’ όνειρό μου μα εγώ δεν είδα τίποτα άλλο από τον κουρνιαχτό του δρόμου. Σαν πας στη στράτα στράτα τον πόλεμο παράτα γιατί ο καιρός ανοίγει κι αρχίζει το κυνήγι. Στου κάστρου την παλιά τη βρύση σκοτώσαν ένα περιστέρι πες μου ποιο μάτι θα δακρύσει και ποιο θα το ζεστάνει χέρι. Σαν πας στη στράτα στράτα τον πόλεμο παράτα γιατί ο καιρός ανοίγει κι αρχίζει το κυνήγι. Φύγε απ’ το δρόμο περιστέρι γιατί θα βγω κι εγώ κυνήγι κι αν αστοχήσει μου το χέρι θα 'ν’ η ζωή σου τόσο λίγη. Σαν πας στη στράτα στράτα τον πόλεμο παράτα γιατί ο καιρός ανοίγει κι αρχίζει το κυνήγι. | Salii su di un grande pino per vedere dove fosse andato il mio sogno ma io altro non vidi se non la nuvola di polvere della strada. Quando vai per le strade del mondo abbandona la guerra perché il cielo si apre e incomincia la caccia. Alla vecchia fonte del castello uccisero una colomba dimmi quali occhi piangeranno e quali mani la riscalderanno. Quando vai per le strade del mondo abbandona la guerra perché il cielo si apre e incomincia la caccia. Togliti dalla strada, colomba perchè anch'io uscirò alla caccia e se non sbaglia il colpo la mia mano sarà tanto breve la tua vita. Quando vai per le strade del mondo abbandona la guerra perché il cielo si apre e incomincia la caccia. | |
Gian Piero Testa, Gian Piero Testa © 27.11.2010 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info