Medea | ||
Γυναίκα της αγάπης ντυμένη τη φωτιά με κάρβουνα στα μάτια και στάχτες στην καρδιά Άνοιξες το σκοτάδι άναψες μαύρο φως του μαχαιριού η λάμψη ελπίδα κι οδηγός Ποιος θα σε κρίνει ποιος το μπορεί κόρη του πάθους άκρη να βρει Οι τίτλοι αναφέρουν κάτι μοναδικό η Μήδεια αναστήθηκε κι έκαμε φονικό Πέταξε τη ντροπή της μες το φωταγωγό στα δεκαεννιά της χρόνια Μήδεια η Γωγώ Ποιος θα σε κρίνει ποιος το μπορεί κόρη του φόβου άκρη να βρει | Muje del amor, vestida de fuego, con carbones en los ojos y ceniza en el pecho, abriste la oscuridad; encendiste luz negra. El brilllo del puñal, guía y esperanza. ¿Juzgarte? ¿quién podría? hija de la pasión, y desentrañarte? Los titulares refieren algo singular: Medea ha resucitado y dado muerte. Tiró su pudor a un patio de ventilación a sus diez y nueve años Medea, la Cabaretera. ¿Quién podría juzgarte, hija del miedo, y desentrañarte? | |
Avellinou © 27.11.2010 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info