Il capitano Fletscher (Kavvadias) | ||
Ο πλοίαρχος Φλέτσερ έριξε το «Σχελδ» στον Ματαπά μια μέρα που των θαλασσών παλεύαν τα στοιχεία, γιατί ήλιος δε φαινότανε το στίγμα του να βρει ούτε μπορούσε από τις στεριές να πάρει αντιστοιχία. Κι αυτό στο μέρος που έπεσε σφήνωσε βαθιά, τόσο που οι βράχοι οι μυτεροί μεμιάς το καταστρέψαν, μα τίποτ’ απ’ το πλήρωμα δεν έπαθε κανείς κι όλοι με κάποιο ρυμουλκό στον Πειραιά επιστρέψαν. Σε λίγες μέρες φύγανε, τρισάθλιοι ναυαγοί, μια μελαγχολική, στυγνά θλιμμένη συνοδεία, κι έμεινε ο Φλέτσερ μοναχά, ζητώντας στο πιοτό την πίκρα του στα βρωμερά να πνίξει καφωδεία. Κοντός, με το πηλήκιό του, το γείσο το χρυσό, και με τα τέσσερα χρυσά γαλόνια του, τ’ ατέρια, έμπαινε μόλις άρχιζε ν’ απλώνεται η νυχτιά, και την αυγήν αναίσθητο τον βγάνανε στα χέρια. Μα τα γαλόνια ξέφτισαν και σχίστηκε η στολή, τα ωραία του τα ρούχα επούλησε, την πέτσινή του τσάντα, κι ένα εργαλείον εκράτησε μοναχά, το ναυτικό, τ’ όργανο εκείνο που μετράν τον ήλιο, τον εξάντα. Η στενοχώρια και το αλκοόλ δουλεύοντας σιγά, μέρα με τη μέρα σ’ ένα χαίνον χάσμα τον ωθούσαν. Τρελάθηκε. Τον πείραζαν στους δρόμους τα παιδιά, Κι οι ψείρες πάνω στα ξανθά του γένια επερπατούσαν. Όταν ο ήλιος φλόγιζε τον αττικό ουρανό, αυτός με τον εξάντα του στο χέρι εξεκινούσε, το ύψος γοργά υπολόγιζε σε μια μαούνα ορθός, κι ύστερα αισχρά μουντζώνοντας τον ήλιο, εβλαστημούσε. Μα κάποια μέρα βλέποντας με τ’ όργανό του ψηλά, έφυγε για το σκοτεινό λιμάνι του θανάτου, ενώ σιγά σαν πάντοτε, φαιδρός και φλογερός, ο ήλιος την κανονική διέσχιζε τροχιά του. | A capitan Fletscher a Matapan andò lo "Schelde" a scoglio un giorno che gli elementi dei mari picchiavan duro perché non appariva il sole a fargli fare il punto né riusciva a rilevare corrispondenze in costa. E nello specchio dove incappò si trovava tanto stretto che scogli puntuti lo sfasciavano appena si muoveva ma nulla ebbe a soffrire nessuno della ciurma e ritornarono tutti al Pireo su dei rimorchiatori. Pochi giorni più tardi partirono, naufraghi tapini, un melanconico convoglio odioso di dolore, e solamente Fletscher rimase, cercando di affogare l'amarezza nei luridi caffé-aman dandosi al bere. Basso, con il suo berretto, la visiera dorata, con i suoi quattro galloni d'oro e le mostrine, vi entrava appena cominciava a stendersi la notte e privo di sensi all'alba a braccia lo tiravan fuori. Ma i galloni persero il lustro, andò in pezzi la divisa, i migliori vestiti vendette, la borsa sua di pelle, e uno strumento nautico si tenne solamente, lo strumento con cui si rileva il sole, dico il sestante. Il dispiacere e l'alcol lavorando silenziosi di giorno in giorno lo spingevano a un baratro profondo. Impazzì. Lo provocavano i bambini nelle strade. E passeggiavano i pidocchi sulle sue guance bionde. Quando il cielo d'Attica il sole faceva ardente, si metteva in cammino reggendo il suo sestante, ritto da una maona svelto l'altezza rilevava, e poi, facendogli turpi fiche, il sole bestemmiava. Ma con il suo strumento guardando in alto un giorno salpò per il porto tenebroso della morte, mentre tacito il sole luminoso e ardente solcava la sua rotta regolare, come sempre. | |
Gian Piero Testa, Gian Piero Testa © 27.11.2010 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info