The ghosts | ||
Όλη νύχτα κι ούτε δυο γραμμές δεν έγραψα πήρα το χαρτί και στη φωτιά το πέταξα κι όπως κοιτούσα τη φλόγα σε θυμήθηκα πήγα κι εγώ μες στη φωτιά και ρίχτηκα Πέρασα πολλά μικρό μου μα δε λύγισα έφτασα στον κάτω κόσμο κι όμως γύρισα όμως μακριά σου σωθήκανε τα θαύματα κι είναι κλειστά πια πίσω τα περάσματα Όσο κι αν πάθεις δε θα το μάθεις να μη χτυπάς καρδιά μου σαν τρελή κι απ’ τα φαντάσματα κάθε σου αγάπης να τυραννιέσαι πάντα απ’ την αρχή Έφυγα να ζήσω βαθιά στην έρημο χτίζω γύρω απ’ την καρδιά μου τοίχο πέτρινο μα τον καημό σου πάλι μέσα μου έχτισα νόμιζα ο δόλιος πως τα μάγια σου έλυσα Όσο κι αν πάθεις δε θα το μάθεις να μη χτυπάς καρδιά μου σαν τρελή κι απ’ τα φαντάσματα κάθε σου αγάπης να τυραννιέσαι πάντα απ’ την αρχή | All night - and I hadn't written even two lines I took the paper and threw it in the fire, and as, watching the flames, I remembered you I went too and threw myself into the fire. I went through a lot, my little one, but I did not give in! I reached the Underworld and yet I came back up. But once I was far from you, the miracles stopped, and the passage to go back is now closed. No matter what you suffer, you will not learn, my heart, not to race like mad, and by the phantoms of all your past loves be tormented all over again. I went away to live deep in the wilderness raising a stone wall around my heart but the sorrow for you I locked away inside me thinking, poor fool, that I'd undone your spells. No matter what you suffer, you will not learn, my heart, not to race like mad, and by the phantoms of all your past loves be tormented all over again. | |
Geeske © 08.06.2005 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info