Painter

Έφτιαχνε μάτια στο χαρτί
γίνονταν βλέφαρα κι ανοίγαν
κόσμους που ήθελε να δει
κόσμους που `φύγαν

Κι έπιανε ρίγος το κορμί
σα μοναξιά χωρίς σανίδα
κι έλεγε "κόσμε είσαι γιορτή,
μα δε σε είδα"

Κι όπου καθρέφτης καθαρός
μια πέτρα πάντα να τον σπάσει
κι όπου καθρέφτης καθαρός
να προσπεράσει

Έφτιαχνε μάτια στο χαρτί
έφτιαχνε ήλιους και καράβια
για να σαλπάρει ένα πρωί
μέσα στ’ αμπάρια

Εκεί γυρνούσε στα τυφλά
κι ονειρευότανε ταξίδια
κι έλεγε "θάνατος ζωή
όλα είναι ίδια"

Κάπου τον είδα να περνάει
να κοροϊδεύει ότι αγαπάει
και μου `πε "τούτη η βραδιά
στ’ αστέρια πάει"

Το `νιωθα αλήθεια πως μου λέει
μα άπιστος, πάντα, πάντα πίσω
είπα "το μύθο του θα κλαίει,
ας μη λυγίσω"

Μα μπήκε η σκέψη μου μεμιάς
μες το ζωγραφιστό βαπόρι
Για τη μεγάλη τη γιορτή
έβαλε πλώρη

Κι όπου καθρέφτης καθαρός
Μια πέτρα πάντα να τον σπάσει
Κι όπου καθρέφτης καθαρός
Να προσπεράσει


He would make eyes on the paper
they would become eyelids and open
worlds he wanted to see
worlds going elsewhere

And a shudder would take the body
like loneliness unsupported
and he would say - you world, you are a celebration
but I didn't see you

And wherever there was a clear mirror
a stone, always, to break it
and wherever there was a clear mirror
to get behind it

He would make eyes on the paper
he made suns and ships
to sail out one morning
inside their holds

In there he would walk about blind
and dream up journeys
and say, death - life
it's all one

Somewhere I saw him passing
making believe he loved
and he said to me - this night now
is going for the stars

I felt it was the truth as he spoke to me
but always disbelieving, always behind
I said he must be lamenting his myth
I must not give in

But my thought, suddenly, went in
aboard the painted ship
towards its great holiday
it set its prow

And wherever there was a clear mirror
a stone, always, to break it
and wherever there was a clear mirror
to get behind it

Geeske © 21.10.2005

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info