The exile of embracing | ||
Xάθηκα απόψε στη σιωπή και σ’ ένα πέλαγος βαθύ του νού με σέρνει η ρότα Eίπα να φύγω σ’ άλλη γη μα της αγάπης η πληγή δεν κλείνει με τσιρότα Bλέπω καράβια να περνούν μ’ άσπρη σημαία να γυρνούν στης λησμονιάς τα μέρη και μια γοργόνα με ρωτά αν είδα ήλιο τη νυχτιά κι άστρο το μεσημέρι Tης αγκαλιάς η ξενητειά είναι η πιο μεγάλη βάλε στη στάχτη μου φωτιά κι αφάνισέ με πάλι Kαλότυχα είναι τα βουνά ψυχή δεν έχουν να πονά, καρδιά ν’ αργοπεθαίνει πέφτει μια κίτρινη βροχή που να `βρουν στέγη και τροφή του κόσμου οι κολασμένοι Kάποτε είχες μια καρδιά που χώραγε όλο το ντουνιά τώρα χωράει μια πέτρα μέχρι να βρεις τρόπο να ζεις μην τη σκοτώνεις τη ζωή, τι μένει κάτσε μέτρα | I lost myself in silence tonight and into a deep sea my mind's course is set I thought to leave for another land but the wound of loving can not to be closed with a bit of sticking plaster I see ships passing by coming in with a white flag into the waters of forgetting and a siren is asking me did I see the sun at night and the star at midday The exile of embracing is the farthest of all Set fire to my ashes and annihilate me once more Lucky the mountains they have no soul to feel pain no heart to die the slow death A yellow rain is falling where will they find roof and food the damned of this world? Once upon a time you had a heart that held the whole world not it holds a stone until you find a way to live do not kill life what is left? Sit down and reckon... | |
Geeske © 13.10.2005 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info