Magician | ||
Άρπαξε την πόλη αέρας χαρτιά σακούλες σαν πουλιά στον ουρανό Έμεινε με το βλέμμα του αδειανό Φωνάζει η θύελλα, σαν να ναι αρχαίο τέρας Πάει καιρός που νιώθει ότι ξεχνάει μιαν άλλη πόλη μια πατρίδα κάπου αλλού Ένας παλιάτσος απ’ την πόρτα του περνάει γελάει και τον πειράζει, τα ίδια του αραδιάζει Ήρθαμε από μακριά και πάω στοίχημα πως δε θυμάσαι από όσο ξέρω τίποτα ο Μάγος που έφτιαξε τα σκηνικά είσαι εσύ και μένουν όρθια απ’ τα κόλπα σου τα ανείπωτα Πέρασαν χρόνια κι άδειασε η αυλή του δεν τον πειράζει πια ο Γελωτοποιός ούτε και ο ίδιος πια θυμάται τη ζωή του ούτε τον νοιάζει πλέον ο καιρός | A wind has grabbed the city papers plastic bags like birds fly in the sky He has been left behind with vacant eyes The storm is howling, like an ancient beast For a long time now he has felt he is forgetting some other city some homeland somewhere else A clown passing by his door laughs and teases him, reciting the same things We have come a long way and I bet that you don't remember - as far as I know anything you yourself are the Magician who designed the stage which is kept standing by your unspeakable tricks Years have gone by and his court emptied the Clown no longer teases him nor does he himself remember his own life nor does the weather bother him any more | |
Geeske © 18.10.2005 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info