La lanterna di Diogene (N. Asimos)

Είπα κι εγώ ν’ αλλάξω ζωή,
ν’ αρχίσω καινούργιο παιχνίδι
το `ξερα πριν κρατούσα γυμνή
κι αγνή την καρδιά στο λεπίδι
και δεν την είδα την πρώτη ελπίδα,
να γίνει σπέρμα, να σαρκωθεί.

Στο φανάρι του Διογένη
κάθεται ένας νιος και περιμένει
μην το γκρεμίσουν, κι ας τον νομίσουν φονιά
που `χει τόσο ευαίσθητη καρδιά.
Πια δε γυρνάνε τα χρόνια πίσω βοριά
νιε μου το φανάρι δεν ‘φελά.

Έτσι κι εγώ θα ψάξω να βρω
βουνίν, φορεσιάν και ντουφέτσι
με δίχως θυμόν και δίχως μιλιάν,
ταφήν να πληρώσω του κλέφτη
των δεσποτάδων, κυβερνητάδων,
χοντροτζεπάδων και δικαστών.

Άλλος μασάει, κι άλλος σωπαίνει
κι ο σκυφτός λαός να περιμένει
για τα δεσμά μας, δε φταίει πάντα η σκλαβιά,
μα η υποταγμένη μας καρδιά.
Μ’ ένα φανάρι ξαναγυρνάς τις νυχτιές
ψάχνεις γι’ ανυπόταχτες ματιές.


Anch'io decisi di cambiar vita,
di cominciare un gioco nuovo
lo sapevo prima avevo il cuore
nudo e puro sul fil di lama
e non la vidi la prima speranza,
farsi sperma, farsi carne.

Alla lanterna di Diogene
siede un giovane e aspetta
che non lo lincino, e pur lo ritengano un assassino
poiché ha un cuore tanto sensibile.
Indietro più non tornano come ventata gli anni
giovane mio non giova la lanterna.

Così anch'io tenterò di trovare
un monte, una fustanella e uno schioppo
senza rabbia e senza parole,
per pagare al klefta la sepoltura
dei despoti, dei governanti,
dei tascagonfi e dei giudici.

Uno mastica, e l'altro sta zitto
e piegato il popolo ad aspettare
delle nostre catene, non sempre ha colpa lo schiavismo,
ma il nostro cuore sottomesso.
Con una lanterna ti aggiri nelle notti
sguardi cerchi non rassegnati.

Gian Piero Testa, Gian Piero Testa © 15.01.2011

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info