Afresco

Ο Fra Giovanni σιωπηλός οδήγαε τη γραφίδα.
Το αγγελικό του πρόσωπο χυμένος τη σπουδή.
Ορθός ο δούλος δίπλα σας, μακρύς σαν νεροφίδα,
έτριβε τ’ άγια χρώματα σε πέτρινο γουδί.

Όργανο, σε ξεχάσανε σε ποια κλειστή ροτόντα,
που δεν την ελειτούργησε λιβάνι και παπάς;
Από νωρίς ξεχάστηκες τους βιαστικούς ρωτώντας.
Όθε αγαπάς νυχτώθηκες, μπαίνεις και δε χτυπάς.

Σκουφί, σωκάρδι βυσσινί φορώ, μακρύ στιλέτο.
Χρυσόβουλη βαστάω γραφή και ένα πουγγί φλουριά.
Σκύβεις, κοιτάζεις το νερό που ρέει στο καναλέτο,
Γυρνάς, διώχνεις το δούλο σου και σβήνεις τα κεριά.

Άσχημος είμαι. Αμαρτωλός σε φρέσκο του Ανωνύμου,
χυμένο είναι το μάτι μου με χτύπημα σφυριού,
το αυτί κομμένο, κι έχασα μια νύχτα τη φωνή μου
στη ναυμαχία του Μισιριού.

Κι αυτός, ωραίος όπως εσύ, ψηλός, porca miseria!
το σχήμα του κρύβει λαμπρή πολεμική στολή.
Χαϊδεύει τα δυο χέρια σου, τα ευλογημένα χέρια,
πέφτει το ράσο του, ο σταυρός γλιστράει και σε φιλεί.

Με το καράβι του Θησέα σ’ αφήσαμε στη Νάξο.
Γυμνή, μ’ ένα στα πόδια σου θαλασσινό σκουτί.
Σε ποιες σπηλιές εκρύφτηκες και πως να σε φωνάξω;
Κοστάρω κι όλο με τραβάει μακριά το καραντί.

Ένα κοπάδι ελέφαντες, μαϊμούδες και καμήλες
σου κουβαλούσαν σε μακρύ ποντόνι τα προικιά.
Μα τα `πιε ανεμορούφουλας απέξω από τις Μύλες
και ξέστρωσες το νυφικό κρεβάτι σου Θιακιά.

Sydney 1955


Fra Giovanni em silêncio conduz o picel.
A tua face angelical, imerso no estúdio,
Reta trabalha ao seu lado, a grande cobra de água
em um morteiro de cores santas, e em pedra cava.

Órgão, em pensar em qual fechada rotunda.
onde na liturgia o incenso não oficia?
Desde o entardecer pensava em teus rápidos pressurosos
De que ama penetra.agarra e não bate.

Barrete, coifa, usa grande estilete
Doura, escreve, pule , palavreia.
Debruça-se , olha, na água que escorre na canaleta,
Volta-se, calcula, trabalha e apaga a vela.

Bruto estou, Um pecador no afresco do anônimo
lacrimejados estão os meus olhos em golpes de martelo.
e isso parte, e perde uma noite na minha voz.
na batalha naval do Egito.

E essa, beleza como você, pequena, porca miséria!
a tua fenda esconde a luzente farda de guerra .
Acaricia as suas duas mãos, bendiz as mãos.
cai a toca, a cruz escorreda e te beija.

Com o barco de Teseo te deixa em Naxos.
em um alto lugar azul marinho escuro.
em aquela gruta escondeste e como te chamo?
Costeio a terra e tudo puxa longe
da morte

Um monte de elefantes, macacos e camelos
te levam com grandes heranças
Mas um vento breve de Miles
E desfaz em sua cama de Ítaca

Sidney 1955

Marco Aurelio Funchal, Marco Aurelio Funchal © 05.02.2011

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info