Alguien

Κάποιος κοιτάει μέσα μου και βλέπει ότι με βλέπει
κάποιος ακούει μέσα μου κι ακούει ότι μ’ ακούει
με συναντάει το απόγευμα σε μια γωνιά του δρόμου
μαντεύοντας ποιος θα `ναι κει κι όσα θα μου συμβούνε

Κάποιος που είναι μέσα μου μου χτίζει ένα σπιτάκι
και το γκρεμίζει γρήγορα πριν να το κατοικήσω
κάποιος που είναι πάντοτε μπροστά και δε μ’ αφήνει
κλείνοντας και φράζοντας το δρόμο να περάσω

Κάποιος κινείται μέσα μου και ξεκινάει σαν τρένο
γεμάτος ανυπόμονους κι ωραίους ταξιδιώτες
κάποιος μου λέει πως είν’ αργά και δε θα αρθούν εγκαίρως
να μας γλιτώσουν οι καλοί απ’ τις κακές διαθέσεις

Κάποιος μου λέει για στάσου ένα λεπτό περίμενε
στάσου να δω ποιος είσαι συ ποιος είν’ αυτός πού πάμε
μα ήταν άλλος απ’ αυτό που νόμιζα πως ήταν
και που’ ναι πάντα μακριά από εκείνου που είναι

Κάποιος θυμάται μέσα μου έναν παλιό του φίλο
τότε που πέφταν κανονιές η μια πάνω στην άλλη
κάποιος μου λέει δεν είμαι γω που γράφω αυτήν την ώρα
μα ένα χέρι ελαστικό που σπρώχνει το δικό μου

Κάποιος μιλάει μέσα μου όταν μιλάω με κάποιον
και του εξηγεί πως γίνεται το κάθε τι στον κόσμο
πως γίνεται το ανώμαλο απ’ το κανονικό
και ο καπνός απ’ τη φωτιά πως βγαίνει γαλανόλευκος

Κι απ’ τη βροχή το σύννεφο πως χαμηλώνει αθόρυβα
κι αδειάζοντας πως πέθαινε επάνω από τα σπίτια
κι από την πόρτα του μυαλού μια σκέψη πως μπαινόβγαινε
αλείβοντας τα λόγια της με της μιλιάς το μέλι

Ένας σκορπιός τρυπήθηκε απ’ το κεντρί του μόνος
κάποιο ρολόι αδέσποτο μπερδεύοντας τις ώρες
χτυπούσε οκτώ στις έντεκα και δώδεκα στις μία
απάνω στο καμπαναριό ή μέσα στην καρδιά μου

Ανοίξτε αμέσως για να μπει αυτός ο κάποιος άλλος
να μπει απ’ το παράθυρο όπως μια πεταλούδα
που με κοιτάει όταν κοιτώ μέσα στον εαυτό μου
μες το δικό μου πρόσωπο το πρόσωπο ενός άλλου


Alguien mira en mi interior y ve que me ve
Alguien escucha en mi interior y escucha que me escucha
Se encuentra conmigo por la tarde en una esquina
adivinando quién va a estar allí y cuanto me va a ocurrir

Alguien que hay en mi interior me construye una casita
y la derrumba rápidamente antes de que la habite
Alguien que está siempre delante y no me deja
pasar cerrándome bien cerrada la calle

Alguien se mueve en mi interior, parte cual tren
lleno de viajeros hermosos e impacientes
alguien que me dice que es tarde y que no llegarán a tiempo
los buenos para librarnos de las malas intenciones.

Alguien me dice detente, para un momento,
detente que vea quién eres tú quién es ése dónde vamos
pero no era la persona que pensaba
ésa que está siempre lejos de aquél que es

Alguien recuerda en mi interior un viejo amigo suyo
cuando caían cañonazos uno tras de otro
alguien me dice no soy yo quien escribo en este momento
sino una mano elástica que empuja la mía

Alguien habla en mi interior cuando hablo con alguien
y le explica cómo ocurre cada cosa en el mundo
cómo surge lo raro de lo normal
y el humo de la hoguera sale blancoañil

Y cómo desciende sin ruido la nube desde la lluvia
y cómo murió al vaciarse sobre las casas
y por la puerta del seso cómo entra y sale un pensamiento
untando sus palabras con la miel del habla

Un escorpión se clavó él solo su aguijón
un reloj sin dueño confundía las horas
daba las ocho a las once y las doce a la una
arriba en el campanario o dentro de mi corazón

Abrid inmediatamente dejad entrar a ese otro
que entre por la ventana como una mariposa
que me mira cuando miro en mi interior
en mi propio rostro la cara de otra persona.

Avellinou © 01.03.2011

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info