Verano | ||
Καλοκαίρι η γαλάζια προκυμαία θα σε φέρει καλοκαίρι καρεκλάκια, πετονιές μέσ’ το πανέρι μες τη βόλτα αυτού του κόσμου που μας ξέρει καλοκαίρι πλάι στα μέγαρα, στις τέντες με τ’ αγέρι καλοκαίρι με χρυσούς ανεμιστήρες μεταφέρει την βανίλια με το δίσκο του στο χέρι την κοψιά μιας προτομής μέσ’ το παρτέρι καλοκαίρι μ’ ανοιχτό πουκαμισάκι στα ίδια μέρη Καλοκαίρι με μισόκλειστες τις γρίλιες μεσημέρι καλοκαίρι καθρεφτάκια και μια θάλασσα που τρέμει στο ταβάνι και τους γύψους μεσημέρι καλοκαίρι με τον κούκο μέσ’ τα πεύκα και στ’ αμπέλι καλοκαίρι στόμα υγρό, μικροί λαγώνες, καλοκαίρι με τη φέτα το καρπούζι στο να χέρι με φιλιά μισολιωμένα, καλοκαίρι καλοκαίρι λίγες φλούδες στης κουζίνας το μαχαίρι Καλοκαίρι του σκυμμένου θεριστή του τυφλοχέρη καλοκαίρι με βαριά μοτοσικλέτα μες τα σκέλη τους φακούς του ανάβει μέρα μεσημέρι καλοκαίρι όλο πίσσα και κατράμι καλοκαίρι καλοκαίρι με τον ρόγχο του air condition μεσημέρι φαλακροί μέσ’ τις σακούλες μας σαν γέροι εκεινού με τ’ άσπρο κράνος που μας ξέρει καλοκαίρι μια οσμή νεκροθαλάμου, καλοκαίρι Καλοκαίρι στην αρχή σαν έγχρωμο έργο στην Ταγγέρη αλλά εν τέλει με του κάτω κόσμου το έγκαυμα στο χέρι την λαχτάρα του στον κόσμο περιφέρει καλοκαίρι στον χαμό του οδηγημένο και το ξέρει καλοκαίρι τόσο ώριμο που πέφτοντας προσφέρει μια πλημμύρα των καρπών, στάρι και μέλι στον σπασμό του το απόλυτο το αστέρι καλοκαίρι μες τα κόκκινα της δύσης του ανατέλλει | Verano la cascada azul te traerá verano sillitas, sedales en la cesta dentro del paseo este mundo que nos conoce verano cerca de las mansiones, en las tiendas con el viento verano trae con ventiladores dorados la vainilla con la bandeja en su mano la forma de un busto en el parterre verano con la camisita abierta en los lugares mismos Verano con los estores bajados al mediodía verano espejitos y un mar tembloroso el techo y las escayolas en el mediodía verano el pájaro cucú en los pinos y las viñas verano boca mojada, caderas pequeñas, verano tajada de melón en una mano con besos medio derretidos, verano verano unas pocas pieles en el cuchillo de la cocina Verano del segador doblado con manos ciegas verano con la motocicleta pesada entre las rodillas enciende sus lentes a pleno día verano todo alquitrán y campo, verano verano con el ronquido del aire acondicionado a mediodía calvo en nuestras bolsas como los viejos ese con un casco blanco, que nos conoce verano un olor de tanatorio, verano verano primero como película de color rosa en Tánger pero entonces con quemazón en la mano de inframundo se aguanta su anhelo al mundo verano llevando a su perdición y lo sabe verano tan maduro que al caer, ofrece una inundación de frutas, trigo y miel la estrella en su espasmo absoluto verano se eleva en los rojos de su ocaso | |
fcotrina © 12.03.2011 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info