Esmeralda | ||
Ολονυχτίς τον πότισες με το κρασί του Μίδα κι ο φάρος τον ελίκνιζε με τρεις αναλαμπές Δίπλα ο λοστρόμος με μακριά πειρατική πλεξίδα κι αλάργα μας το σκοτεινό λιμάνι του Gabes Απά στο γλυκοχάραμα σε φίλησε ο πνιγμένος κι όταν ξυπνήσεις με διπλή καμπάνα θα πνιγείς Στο κάθε χάδι κι ένας κόμπος φεύγει ματωμένος απ’ το σημάδι της παλιάς κινέζικης πληγής Ο παπαγάλος σου `στειλε στερνή φορά το γεια σου κι απάντησε απ’ το στόκολο σπασμένα ο θερμαστής πέτα στο κύμα τον παλιό που εσκούριασε σουγιά σου κι άντε μονάχη στον πρωραίον ιστό να κρεμαστείς Γράφει η προπέλα φεύγοντας ξοπίσω "σε προδίνω" κι ο γρύλος τον ξανασφυράει στριγγά του τιμονιού Μη φεύγεις. Πες μου, το `πνιξες μια νύχτα στο Λονδίνο ή στα βρωμιάρικα νερά κάποιου άλλου λιμανιού; Ξυπνάν οι ναύτες του βυθού ρισάλτο να βαρέσουν κι απέ να σου χτενίσουνε για πάντα τα μαλλιά. Τρόχισε κείνα τα σπαθιά του λόγου που μ’ αρέσουν και ξαναγύρνα με τις φώκιες πέρα στη σπηλιά Τρεις μέρες σπάγαν τα καρφιά και τρεις που σε καρφώναν και συ με τις παλάμες σου πεισματικά κλειστές στερνή φορά κι ανώφελα ξορκίζεις τον τυφώνα που μας τραβάει για τη στεριά με τους ναυαγιστές | Estuviste toda la noche dándole del vino de Midas ; y el faro le acunaba con sus tres destellos. Allí al lado, el contramaestre con su larga coleta de pirata; y en lontananza el sombrío puerto de Gabes. Al rayar el alba te besó el ahogado; y cuando te despierte la campana duplicada, te ahogarás. A cada caricia se suelta un punto ensangrentado de la cicatriz de la vieja herida china. El papagayo te envió por última vez su "hola"; y contestó desde las calderas con dificultad el fogonero. Tira a las olas tu vieja navaja roñosa, y anda, ve tú sola al palo de proa a ahorcarte. La hélice al partir escribe atrás: "te traiciono"; y el aparejo de gata lo repite estridentemente al timón. No te vayas. Cuenta, ¿Lo ahogastes una noche en Londres; o en las aguas pestilentes de algún otro puerto? Los marineros del abismo despiertan para lanzarse al abordaje; marcha, a que te peinen para siempre los cabellos. Afila esas espadas verbales que me gustan; y regresa con las focas allá a la cueva. Tres días de delaciones rotas y tres que te delataban; y tú con las puños tenazmente apretados, exhorcizas por última vez e inútilmente el Tifón que nos arrastra hacia tierra firme con los naúfragos. | |
Avellinou © 19.04.2011 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info