Tesalónica | ||
Ήταν εκείνη τη νυχτιά που φύσαγε ο Βαρδάρης το κύμα η πλώρη εκέρδιζεν οργιά με την οργιά σ’ έστειλε ο πρώτος τα νερά να πας για να γραδάρεις μα εσύ θυμάσαι τη Σμαρώ και την Καλαμαριά Ξέχασες κείνο το σκοπό που λέγανε οι Χιλιάνοι άγιε Νικόλα φύλαγε κι αγιά θαλασσινή τυφλό κορίτσι σ’ οδηγάει παιδί του Μοντιλιάνι που τ’ αγαπούσε ο δόκιμος κι οι δυο Μαρμαρινοί Απάνω στο γιατάκι σου φίδι νωθρό κοιμάται και φέρνει βόλτες ψάχνοντας τα ρούχα σου η μαϊμού εκτός από τη μάνα σου κανείς δε σε θυμάται σε τούτο το τρομακτικό ταξίδι του χαμού Κάτω από φώτα κόκκινα κοιμάται η Σαλονίκη πριν δέκα χρόνια μεθυσμένη μου είπες σ’ αγαπώ αύριο σαν τότε και χωρίς χρυσάφι στο μανίκι μάταια θα ψάχνεις το στρατί που πάει για το Ντεπό | Fue aquella noche que soplaba el Vardaris , La proa ganaba mar braza a braza. El jefe de máquinas te había mandado medir el pH; pero tú te seguías acordando de Smaró y de Kalamariá . Se te ha olvidado la cantinela de los chilenos. - San Nicolás , protéjenos, y Santa Marina.- Te guía una niña ciega, criatura de Modigliani, que la amaron el guardamarina y los dos de Marmara. En tu petate duerme una serpiente indolente; y la mona da vueltas buscando tu ropa. Aparte de tu madre, nadie se acuerda de ti en este viaje espantoso a la perdición. Bajo luces rojas duerme Salónica. Hace diez años, borracha, me dijiste "te quiero". Mañana, igual que entonces, y sin oros en la manga, buscarás en vano la calle al Dépôt . | |
Avellinou © 19.04.2011 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info