Un fogonero negro de Yibuti | ||
Ο Γουίλι ο μαύρος θερμαστής από το Τζιμπουτί όταν από τη βάρδια του τη βραδινή σχολούσε στην κάμαρά μου ερχότανε γελώντας να με βρει κι ώρες πολλές για πράγματα περίεργα μου μιλούσε Μου `λεγε πώς καπνίζουνε στο Αλγέρι το χασίς και στο Άντεν πώς χορεύοντας πίνουν την άσπρη σκόνη κι έπειτα πώς φωνάζουνε και πώς μονολογούν όταν η ζάλη μ’ όνειρα περίεργα τους κυκλώνει Μου `λεγε ακόμα ότι είδε αυτός μια νύχτα που `χε πιει πως πάνω σ’ άτι εκάλπαζε στην πλάτη της θαλάσσης και πίσωθε του ετρέχανε γοργόνες με φτερά σαν πάμε στ’ Άντεν μου `λεγε κι εσύ θα δοκιμάσεις Εγώ γλυκά του χάριζα και λάμες ξυραφιών και του `λεγα πως το χασίς τον άνθρωπο σκοτώνει και τότε αυτός συνήθιζε γελώντας τρανταχτά με το `να χέρι του ψηλά πολύ να με σηκώνει Μες στο τεράστιο σώμα του είχε μια αθώα καρδιά κάποια νυχτιά μέσα στο μπαρ Ρετζίνα στη Μαρσίλια για να φυλάξει εμένα από έναν Ισπανό έφαγε αυτός μια αδειανή στην κεφαλή μποτίλια Μια μέρα τον αφήσαμε στεγνό απ’ τον πυρετό πέρα στην Άπω Ανατολή να φλέγεται να λιώνει θεέ των μαύρων, τον καλό συγχώρεσε Γουίλ και δώσ’ του εκεί που βρίσκεται λίγη απ’ την άσπρη σκόνη | Willy, el fogonero negro de Yibuti, cuando libraba de su guardia nocturna, venía a mi camarate riéndose sonoramente, y me hablaba durante horas de cosas raras. Me contaba como en Algeria fuman hachís; y como en Adén beben polvo blanco bailando; y luego gritan y hablan solos, cuando el mareo les envuelve en sueños extraños. También me contaba que él, una noche que lo habiá bebido, soñó que cabalgaba un corcel sobre el dorso del mar, y que le perseguían sirenas aladas. -Cuando vayamos a Adén, me decía, tú también probarás. Yo le regalaba dulces y cuchillas de afeitar; y le decía que el hachís acaba con la gente. Entonces el se reía a carcajadas, y me levantaba muy alto con una sola mano. En su enorme corpachón tenía un corazón inocente. Cierta noche, en el bar Regina, en Marsella, para defenderme de un español, se llevó un botellazo en la cabeza. Un día lo dejamos tieso de fiebre, allá en el Lejano Oriente, ardiendo, deshaciéndose. Dios de los negros, perdona al bueno de Willy; y dale, esté donde esté, un poco del polvo blanco. | |
Avellinou © 19.04.2011 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info