Pela mercê

Ψυχές μαραγκιασμένες σαν σφουγγάρια
ρουφάνε λίγον ήλιο απ’ το κρασί
κι αζήτητες σ’ απόμερα πατάρια
διψάνε για μια στάλα θαλασσί.

Στους τοίχους της ταβέρνας τα καράβια
που χάραξε ένα χέρι απλοϊκό.
Γιατί να καταντήσουμε ρημάδια;
Δε μάθαμε ποτέ το μυστικό.

Τα δάχτυλα να σφίγγουν το ποτήρι
παινέματα και λόγια λιγοστά.
Χριστέ μου, κάνε απόψε ένα χατίρι
κι οι τελευταίοι νά ’ρθουν πιο μπροστά.


Almas destroçadas como espumas
corre um pouco de sol pelo vinho
e passam após o dia nos fundos
sedentas por uma gota de mar

Nas paredes da taverna o navio
onde uma primitiva mão desenhada
Porque caímos em sinais?
Nunca aprendemos o segredo

Os dedos apertam o copo
cumprindo alguma liberdade condicional,
Meu Cristo, faça esta noite alegrar
e os últimos chegam à frente

Marco Aurelio Funchal, Marco Aurelio Funchal © 19.04.2011

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info