¡Y no decís!

Προλογίζει ο ποιητής.

Τότες βγάζαν λόγους στις ξύλινες εξέδρες, στα μπαλκόνια,
φωνάζαν τα ραδιόφωνα, ξανάλεγαν τους λόγους.
Πίσω απ’ τις σημαίες κρυβόταν ο φόβος,
μέσα στα τύμπανα αγρυπνούσαν οι σκοτωμένοι.
Κανείς δεν καταλάβαινε τίποτα. Οι σάλπιγγες μπορεί να δίναν το ρυθμό στα βήματα,
δε δίναν το ρυθμό στη καρδιά. Ψάχναμε το ρυθμό.
Εμείς αγρυπνούσαμε, μαζεύαμε τη σκόρπια βουή των δρόμων,
μαζεύαμε τα σκόρπια βήματα, βρίσκαμε το ρυθμό, τη καρδιά τη σημαία.
Λοιπόν δεν είναι ανάγκη να φωνάξω για να με πιστέψουν, να πουν:
" Όποιος φωνάζει έχει το δίκιο". Εμείς το δίκιο το `χουμε μαζί μας και το ξέρουμε.
Κι όσο σιγά κι αν σου μιλήσω, ξέρω πως θα με πιστέψεις.
Συνηθίσαμε στη σιγανή κουβέντα στα κρατητήρια,
στις συνεδριάσεις, στη συνωμοτική δουλειά της κατοχής.
Συνηθίσαμε στα μικρά σταράτα λόγια πάνω απ’ το φόβο και πάνω απ’ τον πόνο. Ημέρα, ώρα, σύνθημα, στις τρομερές μουγκές γωνιές της νύχτας, στις
διασταυρώσεις του χρόνου που μια στιγμή τις φώτιζε ο προβολέας του μέλλοντος.
Βιαστικά λόγια, μια μικρή περίληψη της ζωής, τα κύρια σημεία μονάχα,
γραμμένα στο κουτί των τσιγάρων ή σ’ ένα τόσο δα χαρτί
κρυμμένο στο παπούτσι ή στο στρίφωμα του σακακιού μας.
Ένα μικρό χαρτί σαν ένα μεγάλο γεφύρι πάνω απ’ το θάνατο.
Α, βέβαια όλα τούτα θα πουν, δεν είναι τίποτα.
Όμως εσύ αδερφέ μου ξέρεις πως από τούτα τα απλά λόγια,
από τούτες τις απλές πράξεις, από τούτα τα απλά τραγούδια
μεγαλώνει το μπόι της ζωής, μεγαλώνει ο κόσμος, μεγαλώνουμε...


Κι όχι να πείτε που `κανα
και τίποτα σπουδαίο,
μόνο που πέρασα κι ακούμπησα
στον ίδιο τοίχο π’ ακουμπήσατε.

Κι όχι να πείτε που `κανα
και τίποτα σπουδαίο,
μόνο που φόρεσα τις ίδιες
χειροπέδες που φορέσατε.

Κι όχι να πείτε που `κανα
και τίποτα σπουδαίο,
μόνο που πόνεσα μαζί σας
κι ονειρεύτηκα μαζί σας.

Μόνο που σε βρήκα και με βρήκες
και με βρήκες σύντροφε.


El poeta prologa.

Entonces daban los discursos en las tribunas de madera, en los balcones, gritaban las radios, repetían los discursos. Detrás de las banderas, se ocultaba el miedo, dentro de los tambores vigilaban los matados. Nadie comprendía nada. Las trompetas puede que han dado el ritmo a los pasos, pero no daban ritmo al corazón. Buscábamos el ritmo.
Nosotros vigilábamos, recogíamos el zumbido disperso de las calles, recogíamos los pasos dispersos, encontrábamos el ritmo, el corazón, la bandera. Entonces, no es necesario para que grite para que me crean, para que digan: "Él que grita tiene el derecho". Nosotros tenemos el derecho a nuestro lado y lo sabemos. Y no importa, si hable contigo en voz baja, sé que creerás en mí.
Estamos acostumbrados a la discusión baja en los centros del internamiento, en las conferencias, en la trabajo conspirante durante la ocupación. Estamos acostumbrados a las pequeñas palabras francas sobre el miedo y sobre el dolor. Día, hora, contraseña, en los mudos rincones terribles de la noche, en los pasos de peatones del tiempo, iluminados por el candelero del futuro por un momento solo. Palabras apresuradas, un resumen pequeño de la vida, solamente los puntos esenciales, escritos en la caja de los cigarrillos o en un papelito oculto en el zapato o en el dobladillo de nuestra chaqueta. Un papel pequeño como un puente grande sobre la muerte.
Ay, seguramente, dirán, todo eso sea nada. Pero, tú, hermano, sabes que de esas palabras simples, de esas acciones simples, de esas canciones simples el mundo agranda la altura de la vida, el mundo se agranda, nos agrandamos.....


¡Y no decís que hice
algo importante!
solamente que pasé y toqué
en la misma pared que tocasteis.

¡Y no decís que hice
algo importante!
solamente que me puse las mismas
esposas que os pusisteis.

¡Y no decís que hice
algo importante!
solamente que sufrí
y soñé con vosotros.

Solamente que te encontré y me encontraste
y me encontraste, compañero.

curros_mujer © 15.05.2011

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info