Era bom e era doce | ||
Ήσουν καλός κι ήσουν γλυκός κι είχες τις χάρες όλες, όλα τα χάδια του αγεριού, του κήπου όλες τις βιόλες. Το πόδι ελαφροπάτητο σαν τρυφερούλι ελάφι, πάταγε το κατώφλι μας κι έλαμπε σαν χρυσάφι. Νιότη απ’ τη νιότη σου έπαιρνα κι ακόμη αχνογελούσα, τα γερατειά δεν τρόμαζα, το θάνατο αψηφούσα. Και τώρα πού θα κρατηθώ, πού θα σταθώ, πού θάμπω, που απόμεινα ξερό δεντρί σε χιονισμένο κάμπο; Πώς θα γυρίσω μοναχή στο ερμαδιακό καλύβι; Έπεσε η νύχτα στην αυγή και το στρατί μού κρύβει. Ωχ, δεν ακούστηκε ποτές και δεν μπορεί να γίνει να καίγουνται τα χείλια μου και νάμαι μπρος στην κρήνη. | Era bom e era doce tinha todas as graças todas as carícias do vento de todos os jardins O chão a leves passos como os cervos batia a nossa sola e brilhava como ouro Jovens a jovens que te tocam e ainda sorria a velhice que não teme a morte desafia E agora onde vou me sustentar onde vou buscar a , quem me toma, quem busco, onde eu alcanço as árvores em campo nevado ? [Como pode voltar e em uma cabana ? a noite caiu de madrugada e um exército se esconde Oh, nunca escutou dizer e não pode passar o que queima os meus lábios e brota da fonte | |
Marco Aurelio Funchal, Marco Aurelio Funchal © 05.06.2011 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info