Los que esperan

Έπεσε ο άνεμος, σιωπή. Στη γωνιά της κάμαρας,
ένα αλέτρι συλλογισμένο, περιμένει τ’ όργωμα.
Ακούγεται πιο καθαρά, το νερό που κοχλάζει στο τσουκάλι.

Αυτοί που περιμένουν στον ξύλινο πάγκο,
είναι οι φτωχοί, οι δικοί μας οι δυνατοί,
είναι οι ξωμάχοι κι οι προλετάριοι,
κάθε τους λέξη είναι ένα ποτήρι κρασί
μια γωνιά μαύρο ψωμί
ένα δέντρο πλάι στο βράχο
ένα παράθυρο ανοιχτό στη λιακάδα.
Είναι οι δικοί μας Χριστοί, οι δικοί μας Άγιοι.

ΑΠΑΓΓΕΛΕΙ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ
Τα δαχτυλικά τους αποτυπώματα, δεν είναι μονάχα στα μητρώα των φυλακών,
φυλάγονται στα αρχεία της ιστορίας,
τα δαχτυλικά τους αποτυπώματα, είναι οι πυκνές σιδηροδρομικές γραμμές,
που διασχίζουν το μέλλον.
Κι η καρδιά μου εμένα, τίποτα πιότερο συντρόφια μου, ένα πήλινο μαυρισμένο τσουκάλι,
που κάνει καλά τη δουλειά του.


El viento se decayó, silencio. En el rincón de la habitación,
un arado pensive, espera de arar.
Se oye más claro, el agua que borbota en la cazuela.

Los que esperan en banco de madera,
son los pobres, los nuestros los fuertes,
los labradores y los proletarios,
cada una de sus palabras es un vaso de vino
un currusco de pan negro
un árbol a lado de la roca
una ventana abierta al sol.
Son nuestros Cristos, nuestros Santos.

RECITA EL POETA
Sus huellas digitales, no están solamente en los archivos de las prisiones,
están guardadas en los archivos de la historia,
sus huellas digitales son las densas líneas de ferrocarril,
que atravesan el futuro.
Y mi corazón, a mí, nada más mis compañeros, que una ahumada
cazuela de barro
que hace su trabajo bien.

curros_mujer © 06.06.2011

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info