La Ballata di Andreuccio (Vàrnalis) | ||
Είχε την τέντα ξομπλιαστή η βάρκα του καμπούρη Αντρέα. Γυρμένος πλάι στην κουπαστή ονείρατα έβλεπεν ωραία. Η Κατερίνα, η Ζωή, τ’ Αντιγονάκι, η Ζηνοβία. Ω, τι χαρούμενη ζωή! Χτυπάς, φτωχή καρδιά, με βία. Τα μεσημέρια τα ζεστά τη βάρκα παίρνανε τ’ Αντρέα για να τις πάει στ’ ανοιχτά όλες μαζί, τρελή παρέα. Ήρθ’ ο χειμώνας ο κακός και σκόρπισε η τρελή παρέα Και σένα βήχας μυστικός σ’ έριξε χάμω, μπάρμπα Αντρέα. | Aveva la tenda coi ricami la barca del gobbo Andrea. Stravaccato presso la murata faceva dei bei sogni. La Caterina, la Zoe, quella di Antigono, la Zenobia. O che vita coi fiocchi! Come batti forte, povero cuore. Nei caldi mezzogiorni prendevano la barca di Andrea per farsi portare al largo tutte insieme, che pazza compagnia. Ma venne l'inverno cattivo e si disperse la pazza compagnia. E una tosse misteriosa ti stese a terra, barba Andrea. | |
Gian Piero Testa, Gian Piero Testa © 16.10.2011 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info