Narrazione (Seferis) | ||
Αυτός ο άνθρωπος πηγαίνει κλαίγοντας κανείς δεν ξέρει να πει γιατί κάποτε νομίζουν πως είναι οι χαμένες αγάπες σαν κι αυτές που μας βασανίζουνε τόσο στην ακροθαλασσιά το καλοκαίρι με τα γραμμόφωνα Οι άλλοι άνθρωποι φροντίζουν τις δουλειές τους ατέλειωτα χαρτιά παιδιά που μεγαλώνουν γυναίκες που γερνούνε δύσκολα αυτός έχει δυο μάτια σαν παπαρούνες σαν ανοιξιάτικες κομμένες παπαρούνες και δυο βρυσούλες στις κόχες των ματιών Πγαίνει μέσα στους δρόμους ποτέ δεν πλαγιάζει δρασκελώντας μικρά τετράγωνα στη ράχη της γης μηχανή μιας απέραντης οδύνης που κατάντησε να μην έχει σημασία Άλλοι τον άκουσαν να μιλά μοναχό καθώς περνούσε για σπασμένους καθρέφτες πριν από χρόνια για σπασμένες μορφές μέσα στους καθρέφτες που δεν μπορεί να συναρμολογήσει πια κανείς άλλοι τον άκουσαν να λέει για τον ύπνο εικόνες φρίκης στο κατώφλι του ύπνου τα πρόσωπα ανυπόφορα από τη στοργή Τον συνηθίσαμε είναι καλοβαλμένος κι ήσυχος μονάχα που πηγαίνει κλαίγοντας ολοένα σαν τις ιτιές στην ακροποταμιά που βλέπεις απ’ το τρένο ξυπνώντας άσχημα κάποια συννεφιασμένη αυγή Τον συνηθίσαμε δεν αντιπροσωπεύει τίποτα σαν όλα τα πράγματα που έχετε συνηθίσει και σας μιλώ γι’ αυτόν γιατί δε βρίσκω τίποτα που να μην το συνηθίσατε προσκυνώ | Quest'uomo cammina e piange nessuno sa dire il perché talora pensano che si tratti di perduti amori come quelli che tanto ci tormentano d'estate in riva al mare coi grammofoni. Gli altri uomini attendono alle loro faccende carte a non finire bambini che crescono mogli che invecchiano male lui ha due occhi che sembrano papaveri primaverili papaveri recisi e due fontanelle dalle orbite. Cammina al centro delle strade non si dà mai riposo varcando piccoli isolati sul dorso della terra macchina di una sofferenza senza fine che si è ridotta a non avere significato. Alcuni lo sentirono parlare a se stesso mentre passava di specchi frantumati anni e anni prima di fisionomie infrante dentro quegli specchi che nessuno più ormai può ricomporre immagini di orrore sulla soglia del sonno con volti che la vista non sostiene per troppa tenerezza. Vi ci siamo avvezzi è tranquillo e ben vestito se non fosse che cammina sempre in pianto come i salici che dal treno vedi lungo i fiumi quando ti svegli male in un'alba annuvolata. Vi ci siamo avvezzi non rappresenta nulla come tutte le cose a cui ci siamo avvezzi e vi parlo di lui perché non trovo niente cui non siate già abituati con i miei rispetti. | |
Gian Piero Testa, Gian Piero Testa © 16.10.2011 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info