Sabato, 31 ottobre (Seferis)

Ήτανε βράδυ στο ποτάμι
κι η νύχτα με μαβιά παλάμη
ξέπλεκε κάθε της πλοκάμι
μες στο νερό που πόντιζε τη βαριά μας καρδιά

Ήταν το βράδυ ένα μετάξι
και στην ψυχή είχε βάλει τάξη
η σκέψη που όλα τα `σωσε προτού να γεννηθούν

Κάποτε ανάβαν παραθύρια
κάποτε γέρναν τα γιοφύρια
και τα μουντά κι άναρθρα κτίρια
μας έδειχναν πως οι καρδιές χαλνούν ότι ποθούν

Μείναμε μόνοι δίχως γνώμη
ίσως μας πείραξε το ρόμι
που η νύχτα μητριά μας ποτίζει πυκνό
και μες στους δρόμους τα φανάρια
χορεύανε τρελά, σαν ζάρια

Πότε γοργά και πότε ανάρια
που κάποιο χέρι πέταγε λευκά απ’ τον ουρανό


Era sera al fiume
e la notte con una palma di cupo blu
srotolava ogni suo tentacolo
dentro l'acqua che inondava il nostro cuore greve

Era seta la sera
e nell'anima aveva fatto ordine
il pensiero che aveva messo in salvo ogni cosa prima che nascesse

Talora si aprivano finestre
talora i ponti si facevano decrepiti
e le tetre sgangherate costruzioni
ci mostravano che i cuori distruggono ciò che desiderano

Restammo soli senza un'opinione
forse ci disturbò il rum
che la notte matrigna ci versa denso
e nelle strade le lanterne
danzavano pazze, come dadi

Quando di furia e quando poco a poco
una mano gettava biancore dal cielo

Gian Piero Testa, Gian Piero Testa © 19.10.2011

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info