Excerpts from Love Stories | ||
Αποσπάσματα από έρωτες. Χειμώνας βαρύς, κρύο πολύ κι εκείνο το βράδυ το φεγγάρι δε βγήκε, τα σύννεφα χαμηλώσανε και η βρόχα έπεφτε, στρέιτ θρου. Εκείνη μονάχη της, έψησε ένα καφεδάκι, άναψε ένα τσιγαράκι, πήγε στη βιβλιοθήκη της, πήρε τον πρώτο τόμο από τ’ απομνημονεύματά της, ξάπλωσε στη ντιβανοκασέλα της κι άρχισε να τα διαβάζει ένα ένα. Ο πρόλογος δεν έλεγε και πολλά πράγματα. Μα σαν έφτασε στη σελίδα 96 εκατομμύρια τετρακόσια εβδομήντα τρία οχτακόσια είκοσι έξι, κάθετος, παύλα και κάτι ψιλά, έγραφε οτι συνεδέθη με νεαρόν, αλλά το ειδύλλιο δεν εκράτησε παρά μόνον τρία εικοσιτετράωρα διότι ούτος εκ των υστέρων απεδείχθη ακατάλληλος. Κι έτσι "καθαρίσανε" ένα βράδυ που το φεγγάρι δεν βγήκε και η βρόχα έπεφτε, ράιτ θρου. Σελίδα 9 του εβδομηκοστού τετάρτου τόμου. Έγραφε οτι ήτανε καλοκαιριά κι οτι είχε βγει στην παραλία να κάνει το μπάνιο της. Εκεί γνώρισε ένα νεαρό, τον επλησίασε, ανταλλάξανε μερικές κουβέντες και τον ρώτησε για τ’ όνομά του. Εγώ, της λέει αυτός, ονομάζομαι Φριτς. Τον αγάπησε τρελά. Αλλά σαν μπήκε το φθινόπωρο, αυτός την πούλεψε για την πατρίδα του και κείνη ξέμεινε μόνη της, ένα βράδυ που το φεγγάρι δεν βγήκε και η βρόχα έπεφτε, ράιτ θρου. Σελίδα 6, Άρθρο Βου, Παράγραφος Ξου, Κεφάλαιο Θου. Έγραφε οτι πήγε και τον εσυνάντησε και του είπε οτι θα έπρεπε να γίνει ο γάμος. Αυτός δεν έφερε αντίρρηση και προσδιορίστηκε Πέμπτη ώρα μηδέν και τριάντα τρία πρώτα και σαράντα εννέα δεύτερα. Η μέρα πλησίασε, εκείνη για να πάει να παντρευτεί, μπήκε στο μπάνιο της, έριξε τα αποσμητικά της, τα απορρυπαντικά της, ντύθηκε, φόρεσε το νυφικό ενώ απ’ όξω το φεγγάρι δεν βγήκε και η βρόχα έπεφτε, ράιτ θρου. Αυτή είναι η ιστορία μιας κυρίας. | Excerpts from Love Stories Heavy winter, very cold And that night the moon Did not come out, the clouds lowered And the rain fell ‘straight through’ She being alone, Made her coffee Lit a cigarette, went to her bookcase. Took the first volume Of her memoirs, Lay on her convertible divan And began to read one by one. The prologue did not say too many things. But when she reached page 96 million four hundred seventy three eight hundred twenty six, forward slash, dash and some change, she wrote that she’d connected with a young man but that the idyll did not last but only three twenty-four hour periods because in retrospect he’d proven unworthy. And so they ‘came clean’ one night when the moon did not come out and the rain fell ‘righ through.’ Page 9 of the seventy fourth volume. She wrote that it was summertime And that she had gone to the beach For her swim. There she met a young man, She approached him, they exchanged A few words and she asked him for his name. I, he says to her, am called Fritz. She went nuts for him. But When Autumn came, he took off for his homeland and she was left alone, one night when the moon did not come out and the rain fell ‘righ through.’ Page 6, Article B, Paragraph X, Chapter TH. She wrote that she went and Met him and told him that The wedding should take place. He did not object and It was scheduled for Thursday on the zero hour Plus thirty three minutes and forty nine seconds. The day approached, And to prepare to get married, She got in her bath, Poured on her deodorants, Her detergents, got dressed, Put on her wedding dress while outside the moon did not come out and the rain fell, ‘righ through.’ This is the story of one woman. | |
gstratig © 19.10.2011 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info