Con che occhi adesso ormai (Alexandrou)

Εσύ το ξέρεις πως δεν έφυγα φαντάρος
Εγώ το ξέρω πως ποτέ δε θα γυρίσω
Το έμαθα προχτές
Οι πεθαμένες μάνες
Δεν έχουνε παιδιά

Βιάστηκες μητέρα να πεθάνεις
Δεν λέω – είχες αρρωστήσει από φασισμό
Κι ήταν λίγο το ψωμί, έλειπα κι εγώ στην εξορία
Ήτανε λίγος ο ύπνος κι ατέλειωτες οι νύχτες
Μα πάλι ποιος ο λόγος να απελπιστείς προτού να κλείσεις
Τα εξηντατέσσερα
Μπορούσες να’σφιγγες τα δόντια
Έστω κι αυτά τα ψεύτικα τα χρυσά σου δόντια
Μπορούσες να αρπαζόσουνα από ένα φύλλο πράσινο
Απ’ τα γυμνά κλαδιά
Απ’ τον κορμό
Μα ναι το ξέρω
Γλιστράν τα χέρια και ο κορμός του χρόνου δεν έχει φλούδα
Να πιαστείς
Όμως εσύ να τα’μπηγες τα νύχια
Και να τραβούσες έτσι πεντεξι – δέκα χρόνια
Σαν τους μισοπνιγμένους που τους τραβάει ο χείμαρρος
Κολλημένους στο δοκάρι του γκρεμισμένου τους σπιτιού
Τι βαραίνουν δέκα χρόνια για να με ξαναδείς
Να ξαναδείς ειρηνικότερες ημέρες και να πας
Στο παιδικό σου σπίτι με τον φράχτη πνιγμένον στα λουλούδια
Να ζήσεις μες στη δίκαιη γαλήνη
Ακούγοντας τον πόλεμο
Σαν τον απόμακρο αχό του καταρράχτη
Να’χεις μια στέγη σίγουρη σαν άστρο
Να χωράει το σπίτι μας την καρδιά των ανθρώπων
Κι από τη μέσα κάμαρα
Όμως εσύ μητέρα βιάστηκες πολύ
Και τώρα με τι χέρια να’ρθείς και να μ’αγγίξεις
Μες από τη σήτα
Με τι πόδια να ζυγώσεις εδώ που’χω
Τριγύρω μου τις πέτρες
Σιγουρεμένες σαν ντουβάρια φυλακής
Με τι μάτια τώρα πια να δεις πως μέσα δω χωράει
Όλη η καρδιά του αυριανού μας κόσμου
Τσαλαπατημένη
Κι από το δίπλα θάλαμο ποτίζει η θλίψη
Σαν υγρασία σάπιου χόρτου


Tu lo sai che non sono partito soldato
Io lo so che non ritornerò più
L'ho saputo l'altrieri
Le madri morte
Non hanno figli

Troppa fretta ci hai messo a morire, madre
Non dico - il fascismo ti aveva fatta ammalare
E il pane era poco, e io non c'ero ero deportato
Era scarso il sonno e interminabili le notti
Ma per quale motivo disperarsi prima di compiere
Sessantaquattro anni
Potevi stringere i denti
Sì, anche quei tuoi denti d'oro finti
Potevi lasciarti afferrare da una foglia verde
Dai rami spogli
Dal tronco
Ma sì, lo so
Le mani scivolano e il corpo del tempo non ha corteccia
Cui fare presa
Ma tu potevi conficcarvi le unghie
E tirare avanti così cinque, sei - dieci anni
Come i semiasfissiati che il torrente trascina
Avvinghiati alla trave della loro casa crollata
Che cosa mai sono dieci anni per rivedermi
Per rivedere giorni con un po' più di pace e andare
Alla tua casa di bambina con la cinta sommersa dai fiori
A vivere nella pace e nella giustizia
Ascoltando la guerra
Come un rombo lontano di cascata
Ad avere un tetto sicuro come una stella
La nostra casa che contiene il cuore degli uomini
Fin dalla camera più interna
Ma tu madre ci hai messo troppa fretta
E ora con quali mani mi puoi venire a sfiorare
Attraverso l'inferriata
Con quali piedi puoi venirmi vicino qui dove intorno
Ho queste pietre munite come muraglie di prigione
Con che occhi adesso ormai puoi vedere che qui dentro riesce a stare
Tutto il cuore del nostro mondo di domani
Calpestato
Mentre dalla camerata accanto la tristezza affiora
Come l' umidità dall'erba imputridita

Gian Piero Testa, Gian Piero Testa © 22.10.2011

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info