Voleva vivere (Alexandrou) | ||
Μας παίρνουν τον Κωστή για το στρατοδικείο Τα δάχτυλά του Μπερδεύονται και δένονται στους κόμπους Δε λέει ακόμα να αποχωριστεί τις δύο κουβέρτες Δεν το αποφάσισε ακόμα Να μας αφήσει τα άχερα Ένιωσα τη βέρα στο μεσιανό του δάχτυλο Πρώτη φορά μου παίρνανε Τόσο χρυσάφι μέσα από τα χέρια Ήθελε να ζήσει Όσο θέλουμε κι εμείς Κι όμως τον σκοτώσαμε Είχε ένα χαμόγελο Σαν τη στιγμή που στρίβω τη γωνιά Και βλέπω φως Στο παράθυρό σου Κι όμως τον σκοτώσανε Μπόρεσε και δέχτηκε πως θα τον ξεχάσουμε Όπως ξεχνάς μια πέτρα που κρατάει το σπίτι σου Κι όμως τον σκοτώσανε Κοίτα να πας στην ξαδέρφη του Κωστή Μόνο πρόσεξε μην κλάψεις Όπως βουρκώνουνε τα μάτια των ποιητών Που έχουν έτοιμο το δάκρυ Σαν τους σοφέρ το κλάξον μες στην πολυκοσμία Να κάτσεις να τα πείτε Όπως μιλάνε οι ζωντανοί Να θυμηθείτε τα μάτια που σκοπεύουν Μια ντροπή πιο κάτω από τον ώμο Τα μάτια που κοιτάνε Μια τελευταία φορά πιο πάνω από τις στέγες Μα πριν απ’ όλα μην ξεχάσεις Πως απ’ τους δέκα που τον ρίξαν Οι εφτά Ήταν άλλοτε δικοί μας Απ’ τους εφτά Οι τρεις Εσείς οι δυο που δεν πιστέψατε ακόμα Πως ένα μπλε σακάκι Ξεμαθαίνει να αγκαλιάζει Μόλις κλείνει κρεμασμένο στο ντουλάπι δυο λεφτά Κι εγώ Που τάχα θα προστάξω Τα χάρτινα στήθη των στίχων Να σώσω τον Κωστή Απ’ την ανωνυμία | Ci prelevano Kostìs per il tribunale militare Le sue dita Si confondono e si avvinghiano nelle strette Non dice ancora che si separerà dalle sue due coperte Non l'ha deciso ancora Di lasciarci i pagliericci Ho sentito la vera nel suo dito medio Non era mai accaduto che mi rubassero Tanto oro da dentro le mie mani Voleva vivere Come pure noi vogliamo Eppure l'abbiamo ucciso Aveva un sorriso Come il mio nell'istante di girar l'angolo E vedo una luce Alla tua finestra Eppure l'hanno ucciso Ha saputo accettare che lo dimentichiamo Come dimentichi una pietra che sostiene la tua casa Eppure l'hanno ucciso Mi raccomando va' dalla cugina di Kostìs Sta' solo attenta a non piangere Nel modo in cui si gonfiano gli occhi dei poeti Che hanno la lacrima facile Come l'autista il clackson in mezzo al traffico Siediti e state a parlare Come parlano i vivi Rievocate gli occhi che scrutano Una vergogna al di sotto della spalla Gli occhi che guardano Per l'ultima volta al di sopra dei tetti Ma soprattutto non dimenticare Che dei dieci che gli hanno sparato Sette Erano un tempo dei nostri Di questi sette Tre Voi due che ancora non credete Che una casacca blu Fa sì che si disimpari ad abbracciare Nei due minuti da che è appesa nell'armadio Ed io Che forse protenderò Il petto di carta dei miei versi Per salvare Kostìs Dall'anonimato | |
Gian Piero Testa, Gian Piero Testa © 22.10.2011 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info