Discorso d'amore (Seferis) | ||
Α’ Ρόδο της μοίρας, γύρευε να βρεις να μας πληγώσεις μα έσκυβες σαν το μυστικό που πάει να λυτρωθεί κι ήταν ωραίο το πρόσταγμα που δέχτηκες να δώσεις κι ήταν το χαμογέλιο σου σαν έτοιμο σπαθί. Του κύκλους ου το ανέβασμα ζωντάνευε τη χτίση από τα’ αγκάθι σου έφευγε του δρόμου ο στοχασμός η ορμή μας γλυκοχάραζε γυμνή να σ’αποκτήσει ο κόσμος ήταν εύκολος• ένας απλός παλμός Β’ Τα μυστικά της θάλασσας ξεχνιούνται στ’ακρογιάλια η σκοτεινάγρα του βυθού ξεχνιέται στον αφρό• λάμπουνε ξάφνου πορφυρά της μνήμης τα κοράλλια… Ω μην ταράξεις… πρόσεξε ν’ ακούσεις τ’αλαφρό ξεκίνημά της… τα’ άγγιξες το δένδρο με τα μήλα το χέρι απλώθη κι η κλωστή δείχνει και σε οδηγεί… Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα να’σουν εσύ που θα ‘φερνες την ξεχασμένη αυγή! Στον κάμπο του αποχωρισμού να ξανανθίζουν κρίνα μέρες ν’ ανοίγουνται ώριμες, οι αγκάλες τα’ ουρανού, να φέγγουν στο αντηλάρισμα τα μάτια μόνο εκείνα αγνή η ψυχή να γράφεται σαν το τραγούδι αυλού… Η νύχτα να’ταν που έκλεισε τα μάτια; Μένει αθάλη, σαν από δοξαριού νευρά μένει πνιχτό βουητό, μια στάχτη κι ένας ίλιγγος στο μαύρο γυρογιάλι κι ένα πυκνό φτερούγισμα στην εικασία κλειστό. Ρόδο του ανέμου, γνώριζες μα ανέγνωρους μας πήρες Την ώρα που θεμέλιωνε γιοφύρια ο λογισμός Να πλέξουνε τα δάχτυλα και να διαβούν δυο μοίρες Και να χυθούν στο χαμηλό κι αναπαμένο φως. Γ’ Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα! Πρόβαλε ανάστημα άγρυπνο στο πλήθος της σιωπής σήκωσε το κεφάλι από τα χέρια τα καμπύλα το θέλημά σου να γενεί και να μου ξαναπείς τα λόγια που άγγιζαν και σμίγαν το αίμα σαν αγκάλη• κι ας γείρει ο πόθος σου βαθύς σαν ίσκιος καρυδιάς και να μας πλημμυράει με των μαλλιών σου τη σπατάλη από το χνούδι του φιλιού στα φύλλα της καρδιάς. Χαμήλωναν τα μάτια σου κι είχες το χαμογέλιο που ανιστορούσαν ταπεινά ζωγράφοι αλλοτινοί. Λησμονημένο ανάγνωσμα σ’ ένα παλιό ευαγγέλιο Το μίλημά σου ανάσαινε κι η ανάλαφρη φωνή: «Είναι το πέρασμα του χρόνου σιγαλό κι απόκοσμο κι ο πόνος απαλά μες στην ψυχή μου λάμνει χαράζει η αυγή τον ουρανό, τ’όνειρο μένει απόντιστο κι είναι σαν να διαβαίνουν μυρωμένοι θάμνοι. »Με του ματιού τ’αλάφιασμα, με του κορμιού το ρόδισμα ξυπνούν και κατεβαίνουν σμάρι περιστέρια με περιπλέκει χαμηλό το κυκλωτό φτερούγισμα ανθρώπινο άγγιγμα στον κόρφο μου τ’αστέρια. »Την ακοή μου ως να’σμιξε κοχύλι βουίζει ο αντίδικος μακρινός κι αξεδιάλυτος του κόσμου ο θρήνος μα είναι στιγμές και σβήνουνται και βασιλεύει δίκλωνος ο λογισμός του πόθου μου, μόνος εκείνος. »Λες κι είχα αναστηθεί γυμνή σε μια παρμένη θύμηση σαν ήρθες γνώριμος και ξένος, ακριβέ μου να μου χαρίσεις γέρνοντας την απέραντη λύτρωση που γύρευα από τα γοργά σείστρα του ανέμου…» Το ραγισμένο ηλιόγερμα λιγόστεψε κι εχάθη Κι έμοιαζε πλάνη να ζητάς τα δώρα τ’ουρανού. Χαμήλωναν τα μάτια σου. Του φεγγαριού τ’ αγκάθι Βλάστησε και φοβήθηκες του ίσκιους του βουνού …Μες στον καθρέφτη η αγάπη μας, πώς πάει και λιγοστεύει μέσα στο ύπνο τα όνειρα, σκολειό της λησμονιάς μέσα στα βάθη του καιρού, πώς η καρδιά στενεύει και χάνεται στο λίκνισμα μιας ξένης αγκαλιάς… Δ’ Δυο φίδια ωραία και αλαργινά, του χωρισμού πλοκάμια σέρνουνται και γυρεύονται στη νύχτα των δεντρών για μιαν αγάπη μυστική σ’ανεύρετα θολάμια ακοίμητα γυρεύονται δεν πίνουν και δεν τρων. Με γύρους με λυγίσματα κι η αχόρταγή τους γνώμη κλώθει, πληθαίνει, στρίβει, απλώνει κρίκους στο κορμί που κυβερνούν αμίλητοι του έναστρου θόλου οι νόμοι και του αναδεύουν την πυρή κι ασίγαστη αφορμή Το δάσος στέκει ριγηλό της νύχτας αντιστύλι κι είναι η σιγή τάσι αργυρό όπου πέφτουν οι στιγμές αντίχτυποι ξεχωρισμένοι, ολόκληροι, μια σμίλη προσεχτική που δέχουνται πελεκητές γραμμές… Αυγάζει ξάφνου το άγλαμα. Μα τα κορμιά έχουν σβήσει στη θάλασσα στον άνεμο στον ήλιο στη βροχή Ετσι γεννιούνται οι ομορφιές που μας χαρίζει η φύση Μα ποιο να ξέρει αν πέθανε στον κόσμο η ψυχή Στη φαντασία θα γύριζαν τα χωρισμένα φίδια (Το δάσος λάμπει με πουλιά βλαστούς και ροδαμούς) μένουν ακόμη τα σγουρά γυρέματά τους, ίδια του κύκλου τα γυρίσματα που φέρνουν τους καημούς. Ε’ Πού πήγε η μέρα η δίκοπη που είχε τα πάντα αλλάξει; Δε θα βρεθεί ένας ποταμός να ‘ναι για μας πλωτός; Δε θα βρεθεί ένας ουρανός τη δρόσο να σταλάξει για την ψυχή που νάρκωσε κι ανέθρεψε ο λωτός; Στην πέτρα της υπομονής προσμένουμε το θάμα που ανοίγει τα επουράνια κι είν’ όλα βολετά προσμένουμε τον άγγελο σαν το πανάρχαιο δράμα την ώρα που του δειλινού χάνουνται τ’ανοιχτά τριαντάφυλλα… Ρόδο άλικο του ανέμου και της μοίρας μόνο στη μνήμη απόμεινες, ένας βαρύς ρυθμός ρόδο της νύχτας πέρασες, τρικύμισμα πορφύρας τρικύμισμα της θάλασσα… Ο κόσμος είναι απλό. (Αθήνα, Οχτώβρης ’29 – Δεκέμβρης ’30) | I Rosa del destino, tentasti la via per ferirci ma ti chinasti come un segreto pronto a disvelarsi e bello era il comando che accettasti d'impartire e il tuo sorriso era una spada prima di colpire. L'ascesa del tuo cerchio versava vita sul creato moveva dalla tua spina l'idea del cammino nudo ci albeggiò l'istinto a farti nostra era facile il mondo: non più che un palpitare. II I segreti del mare li scordiamo appena a riva le tenebre dell'abisso le scordiamo sulle schiume: purpurei d'un tratto splendono i coralli della mente... Oh, non turbarti...sol bada ad ascoltare il moto suo leggero...sfiorasti l'albero con le mele si protese la mano e, additando, il filo ci guidava... O brivido oscuro alla radice e sul fogliame o fossi tu colei che reca l'obliata aurora! Il campo del distacco si copra di gigli in fiore si aprano maturi giorni, ci abbracci il cielo, splendano al riflesso quegli occhi solamente pura l'anima sia scritta come di flauto il canto... Forse chiuse gli occhi la notte? Indugia un che d'acciaio come da nervi d'archetto indugia un ronzio soffocato, una cenere e una vertigine sulla riviera nera e un fitto sbatter d'ali rinchiuso nell'incerto. Rosa del vento, sapevi di noi ma ci prendesti ignari nel tempo in cui il pensiero poneva pile ai ponti per farci intrecciar le dita e far passar due sorti e farle scivolare per la soffusa luce fioca. III O brivido oscuro alla radice e sul fogliame! Protendi una forma insonne nel fitto del silenzio il tuo capo sollevalo dalla conca delle mani perché ciò che tu vuoi si compia e torni a dirmi le parole che sfiorarono il sangue per cingerlo d'abbracci il desiderio tuo si chini fitta ombra di noce e inondandoci profonda le tue chiome dalla peluria del bacio alle densità del cuore. Si abbassavano i tuoi occhi e avevi quel sorriso descritto in umiltà dai pittori in tempi andati versetti ormai scordati di un vangelo antico la tua favella un respiro e levissima la voce: « E' il passar del tempo incorporeo e silente e tenero il dolore mi si spinge dentro l'anima l'alba segna il cielo, il sogno resta a riva e sento che trascorrono arbusti profumati. «Al turbarsi dell'occhio, al tuo corpo che s'infoca si destano colombe e calano giù a stormo m'avvolge il loro batter d'ali basso in cerchio e sono un tocco umano le stelle sul mio corpo « mi rimbomba all'orecchio appoggiato alla conchiglia il lamento del mondo remoto confuso dissonante per rari fugaci istanti appena ché, filo attorto, regna il pensiero del mio ardore e solo quello « come se nuda fossi risorta in un ricordo perso quando mi giungesti straniero e familiare, o caro a darmi gioia a depormi ai piedi il riscatto senza fine che negli impetuosi sistri del vento ricercavo...». Il tramonto incrinato scemò e scomparve e pareva un inganno che cercassi doni dal cielo. Si abbassavano i tuoi occhi. Germinò la spina della luna e temesti le oscurità del monte. Potrà dallo specchio il nostro amore rarefare nel sonno i sogni, scuola dell'oblio, nell'abisso del tempo, potrà contrarsi il cuore e perdersi nell'indugio d'un amplesso alieno? IV Due recondite serpi e belle, tentacoli del distacco nella notte degli alberi si cercano strisciando per un segreto amore in talami introvabili non bevono non mangiano nella ricerca insonne. Tortuoso va aggirandosi il loro mai pago intento trama, si accresce, svolge maglie stendendole sul corpo catene che mute leggi del firmamento reggono riattizzando il pretesto ardente che mai si spegne. Sta la foresta tremulo pilastro della notte e d'argento una coppa è il silenzio ove cadono gl'istanti, gli echi distinti e intatti e il vigile cesello alle cui tracce condiscende una scultura. La statua come un'alba a un tratto appare. Ma i corpi stan spenti nel mare nel vento nel sole nella pioggia. Così le bellezze nascono che ci dona la natura ma non saprà nessuno se al mondo morì un'anima. In una fantasia tornerebbero le serpi separate (risplende la foresta di uccelli, bottoni e getti) s'attarda ancora il loro cercarsi in tondo simile al ruotar del cerchio mosso dai dolori. V Dov'è andato il giorno a doppio taglio, che mutò tutto? Non può trovarsi un fiume che possiamo navigare? Non può trovarsi un cielo che stilli sua frescura su un'anima stordita nutrita a fior di loto? Sulla pietra della pazienza attendiamo il miracolo che a celestiali cose apre per cui si possa tutto, il nunzio attendiamo come in un dramma antico nell'ora in cui svaniscono le rose spampanate del crepuscolo...Rosa scarlatta del vento e del destino solo nella memoria sei rimasta, un ritmo grave rosa della notte sei passata, tempesta porporina tempesta del mare...E' così semplice il mondo. (Atene, ottobre 1929 - dicembre 1930) | |
Gian Piero Testa, Gian Piero Testa © 22.10.2011 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info