Il ritorno dell'esule (Seferis)

Παλιέ μου φίλε τι γυρεύεις;
χρόνια ξενιτεμένος ήρθες
με εικόνες που έχεις αναθρέψει
κάτω από ξένους ουρανούς
μακριά απ’ τον τόπο το δικό σου

Γυρεύω τον παλιό μου κήπο·
τα δέντρα μου έρχονται ως τη μέση
κι οι λόφοι μοιάζουν με πεζούλια
κι όμως σαν ήμουνα παιδί
έπαιζα πάνω στο χορτάρι
κάτω από τους μεγάλους ίσκιους
κι έτρεχα πάνω σε πλαγιές
ώρα πολλή λαχανιασμένος

Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου
σιγά σιγά θα συνηθίσεις·
θ’ ανηφορίσουμε μαζί
στα γνώριμά σου μονοπάτια
θα ξαποστάσουμε μαζί
κάτω απ’ το θόλο των πλατάνων
σιγά σιγά θα `ρθούν κοντά σου
το περιβόλι κι οι πλαγιές σου

Γυρεύω το παλιό μου σπίτι
με τ’ αψηλά τα παραθύρια
σκοτεινιασμένα απ’ τον κισσό
γυρεύω την αρχαία κολόνα
που κοίταζε ο θαλασσινός.
Πώς θες να μπω σ’ αυτή τη στάνη;
οι στέγες μου έρχονται ως τους ώμους
κι όσο μακριά και να κοιτάξω
βλέπω γονατιστούς ανθρώπους
λες κάνουνε την προσευχή τους

Παλιέ μου φίλε δε μ’ ακούς;
σιγά σιγά θα συνηθίσεις
το σπίτι σου είναι αυτό που βλέπεις
κι αυτή την πόρτα θα χτυπήσουν
σε λίγο οι φίλοι κι οι δικοί σου
γλυκά να σε καλωσορίσουν

Γιατί είναι απόμακρη η φωνή σου;
σήκωσε λίγο το κεφάλι
να καταλάβω τι μου λες
όσο μιλάς τ’ ανάστημά σου
ολοένα πάει και λιγοστεύει
λες και βυθίζεται στο χώμα

Παλιέ μου φίλε συλλογίσου
σιγά σιγά θα συνηθίσεις
η νοσταλγία σου έχει πλάσει
μια χώρα ανύπαρκτη με νόμους
έξω απ’ τη γης κι απ’ τους ανθρώπους

Πια δεν ακούω τσιμουδιά
βούλιαξε κι ο στερνός μου φίλος
παράξενο πώς χαμηλώνουν
όλα τριγύρω κάθε τόσο
εδώ διαβαίνουν και θερίζουν
χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα


- Mio vecchio amico che cosa cerchi?
Sei arrivato dopo anni di esilio
con un'immagine che hai nutrito
sotto cieli stranieri
lontano dal luogo tuo

- Cerco il mio vecchio giardino
le piante mi arrivano alla cintura
e le colline sembrano muretti
eppure quando ero bambino
giocavo sopra i prati
sotto le grandi ombre
e correvo sui pendii
per ore e ore da sfiatarmi

- Mio vecchio amico prendi riposo
piano piano ti ci abituerai
saliremo insieme
i tuoi sentieri familiari
sotto la cupola dei platani
piano piano ti verranno accanto
il tuo orto e i tuoi pendii

-Cerco la mia vecchia casa
con le sue finestre in alto
ombreggiate dall'edera
cerco l'antica colonna
che dava il punto al marinaio
Come vuoi che entri in questo covile?
Il suo tetto mi arriva alle spalle
e quanto più lontano va il mio sguardo
vedo uomini inginocchiati
come dicessero le preghiere

- Mio vecchio amico non mi ascolti...?
piano piano ti ci abituerai
la tua casa è proprio questa che vedi
e tra poco a questa porta busseranno
i tuoi amici e i tuoi parenti
per darti un dolce benvenuto

- Perchè così lontana pare la tua voce?
alza un poco la testa
che possa intendere che mi dici
mentre parli la tua statura
non fa che abbassarsi e si assottiglia
come se sprofondasse nella terra

- Mio vecchio amico rifletti un po'
piano piano ti ci abituerai
la tua nostalgia ha creato
un luogo inesistente, con leggi
estranee alla terra ed alla umanità

- Non sento più nemmeno un sussurrare
anche il mio ultimo amico è sprofondato
che strana cosa che un po' alla volta
diventano più basse tutte le cose intorno
carri falcati qui a migliaia passano
e fanno mietitura

Gian Piero Testa, Gian Piero Testa © 25.10.2011

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info