The harbour | ||
Δε γνωρίζω νησιά ούτε λύνω πανιά για ταξίδια δε βγάζω μιλιά. Ένα σπίτι ο κόσμος δύο δωμάτια παλιά λογική μου που μπάζεις νερά. Το λιμάνι είναι ξένο και το σπίτι που μένω νοικιασμένο για χρόνια κι εγώ νόμιζα αιώνια. Σαν καράβι θα αφήσω λίγα απόνερα πίσω για την άβυσσο βόλτα απ’ την πίσω την πόρτα. Ταξιδιώτες ωραίοι όλοι εσείς οι μοιραίοι με κορδέλες και στρας στα μαλλιά. Δουλευτάδες και αλήτες βασιλιάδες και αγύρτες το ταξίδι δεν πάει πουθενά. Σ’ ένα γλέντι ξεχνιέμαι κι όλα τούτα που λένε σαν αστεία και σαν σοβαρά. Είναι σκόνη και στάχτη σαν κηλίδα στο χάρτη σαν παιδί που δε βγάζει μιλιά. | I know no islands I open no sails of travelling I speak not a word The world a single house two old rooms my poor old logic which is leaking water The harbour is strange and the house where I am staying has been rented, rented for years, and I thought it was for eternity Like a ship I will leave a small wake behind me leaving by the back door to take a turn in the deep Beautiful travellers all of you in the grip of fate with ribbons and strass in your hair Workers and vagabonds kings and impostors the journey is not going anywhere At a party I forget myself and all the things they say joking or in earnest are dust and ashes like a blot on the map like a child that will not speak. | |
Geeske © 13.01.2006 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info