Die da | ||
Γεννιέσαι την έχεις μητέρα πηδάς στον αέρα σκας στο πάτωμα εκείνη σε βάζει στην κούνια στα μάτια σαπούνια και γαλάκτωμα Σου δείχνει πώς κάνει η πάπια και μοιάζει με κάποια που `χες γκόμενα στο μέλλον με τ’ άσπρα φωτάκια και με τ’ αστεράκια τα φλεγόμενα Μετά που σε στέλνουν σχολείο στο δίπλα θρανίο εκείνη κάθεται μικρή με τα ροζ κοκαλάκια και τα ποιηματάκια που θα μάθετε Για να σε προσέξει ρεψίματα κάνεις χτυπιέσαι στους δρόμους πλακώνεσαι της σπας με νεράντζια τα τζάμια κι από την ταράτσα πηδάς και σκοτώνεσαι Σηκώνεσαι κι είσαι δεκάξι βαριέσαι στην τάξη γράφεις ποιήματα το στήθος της θέλει να σπάσει κυλιέται στα δάση και στα κύματα Ποιος στίχος σου θα τη χωρέσει που θέλει να αρέσει στους ακέφαλους που δίνει φιλιά μες στα δόντια κι ανοίγει τα πόδια σ’ άγνωστους φαλλούς Την ψάχνεις το σκας απ’ το σπίτι σε σέρνει απ’ τη μύτη αυτό το βάλσαμο αυτή η μυρωδιά από γαζία αυτή η τυραννία σε τραβά ενώ Κανένας βοηθός δεν υπάρχει να πει τι έχεις πάθει τι σε πόνεσε κι εκείνη δε λέει να κοιτάξει γκαζώνεις τ’ αμάξι χτυπάς και σκοτώνεσαι Λοιπόν έχω βγάλει και δίσκο και πάλι δε βρίσκω εκείνο που `θελα πριν βγω στη σκηνή νιώθω χάλια αδειάζω μπουκάλια με θολά νερά Μα σαν το συγκρότημα βγαίνει μπροστά φωτισμένη εκείνη κάθεται χωρίς στα μαλλιά κοκαλάκια χωρίς ποιηματάκια που θα μάθετε Περνάω την κιθάρα στο βύσμα με πιάνει ένα πείσμα απογειώνομαι αρχίζω τον πρώτο μου στίχο τρυπάω τον τοίχο και σκοτώνομαι | Du wirst geboren, du hast sie als Mutter du springst in die Luft, du knallst auf den Boden die da legt dich in die Wiege in den Augen Seife und Emulsion Sie zeigt dir, wie man mit nichts zu tun haben will und ähnelt jemanden, die du als Freundin hattest in Zukunft mit weißen Feuerchen und mit den brennenden Sternchen Als sie dich danach zur Schule geschickt haben, sitzt die da auf der Nachbarbank klein mit rosa Haarspangen und den Verslein, die ihr lernen werdet Damit sie dich beachtet, stößt du auf du prügelst dich in den Straßen, du wirst verprügelt du bringst Fensterscheiben mit Orangen zum Knallen und du springst von der Terrasse und du stirbst Du stehst wieder auf und du bist sechzehn du langweilst dich in der Klasse, du schreibst Gedichte ihre Brust will zerspringen sie zerfließt in den Wald und in Wellen Welcher Text von dir wird ihr passen, von dem sie will, dass er den Hirnlosen gefällt dass sie Küsse auf die Zähne gibt und die Beine für unbekannte Phallusse öffnet Du suchst sie, du bist von zu Hause ausgerissen dieser Balsam führt dich am Gängelband dieser Akazienduft obwohl Tyrannei dich zwingt Irgendeine Hilfe gibt es nicht um zu sagen, was du gefühlt hast, was dich verletzt hat, und die da spricht nicht und guckt nicht, du gibst Gas, das Auto prallt auf und du stirbst Also habe ich eine Scheibe aufgenommen und wieder finde ich nicht das, was ich wollte bevor ich auf die Bühne trete, fühle ich mich ganz schlecht ich leere Flaschen mit trübem Wasser Aber als die Band hinausgeht, sitzt die da da vorn im Licht ohne Haarspangen ohne Verslein, die ihr lernen werdet Ich stöpfle die Gitarre ein ich werde trotzig, ich hebe ab ich beginne meinen ersten Text ich mache ein Loch in die Wand und mühe mich ab | |
lipsia © 29.01.2012 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info