Liefdeslied (Met een bootje) | ||
Με μια πιρόγα φεύγεις και γυρίζεις τις ώρες που αγριεύει η βροχή στη γη των Βησιγότθων αρμενίζεις και σε κερδίζουν κήποι κρεμαστοί μα τα φτερά σου σιγοπριονίζεις Σκέπασε αρμύρα το γυμνό κορμί σου σου `φερα απ’ τους Δελφούς γλυκό νερό στα δύο είπες πως θα κοπεί η ζωή σου και πριν προλάβω τρις να σ’ αρνηθώ σκούριασε το κλειδί του παραδείσου Το καραβάνι τρέχει μες στη σκόνη και την τρελή σου κυνηγάει σκιά πώς να ημερέψει ο νους μ’ ένα σεντόνι πώς να δεθεί η Μεσόγειος με σχοινιά αγάπη που σε λέγαμ’ Αντιγόνη Ποια νυχτωδία το φως σου έχει πάρει και σε ποιο γαλαξία να σε βρω εδώ είναι Αττική φαιό νταμάρι κι εγώ ένα πεδίο βολής φτηνό που ασκούνται βρίζοντας ξένοι φαντάροι | Met een bootje vaar je af en aan en als de regen stortbui wordt zeil je naar 't land der Visigoten waar hangende tuinen je verbluffen - zo zaag je langzaamaan je eigen vleugels af Zilt bedekte je blote bast, zoet water bracht ik je uit Delfi. Je leven wordt verscheurd, zo zei je, en voor ik je drie keer kon tegenspreken roestte de sleutel van het paradijs De karavaan sjokt door het stuivend zand en jaagt je gekke schaduw na. Kan je je gedachten met een laken sussen of de Middellandse Zee vastknopen, jij liefste die we de naam Antigone gaven? Welke serenade maakte je blind en in welke melkweg kan ik je vinden? Hier is Attica een grauwe steengroeve en ben ik een derderangse schietstand waar vreemde soldaten vloekend komen oefenen | |
renehaentjens © 29.01.2012 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info