Fata Morgana

Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό
στάλα τη στάλα συναγμένο απ’ το κορμί σου
σε τάσι αρχαίο, μπακιρένιο αλγερινό,
που κοινωνούσαν πειρατές πριν πολεμήσουν.

Πανί δερμάτινο, αλειμμένο με κερί,
οσμή από κέδρο, από λιβάνι, από βερνίκι,
όπως μυρίζει αμπάρι σε παλιό σκαρί
χτισμένο τότε στον Ευφράτη στη Φοινίκη.

Σκουριά πυρόχρωμη στις μίνες του Σινά.
Οι κάβες της Γερακινής και το Στρατόνι.
Το επίχρισμα. Η άγια σκουριά που μας γεννά,
Μας τρέφει, τρέφεται από μας, και μας σκοτώνει.

Πούθ’ έρχεσαι; Απ’ τη Βαβυλώνα.
Πού πας; Στο μάτι του κυκλώνα.
Ποιαν αγαπάς; Κάποια τσιγγάνα.
Πώς τη λένε; Φάτα Μοργκάνα.


I will take communion with sea water
gathered from your body drop by drop
into an ancient cup of copper from Algiers
from which the pirates received the blessing before giving battle

A sail* of leather, well-waxed,
the scent of cedar, incense, varnish
the way the hold smells in a old boat
built - in other times - on the Eufrates* or in Phoenicia*.

Corrosion, flame-coloured, in the mines of Sinaï.
Stratoni, and the wine-cellars of Gerakini.
The white-wash. The holy rust we are born from
feeds us, feeds on us, and kills us.

Where do come from? From Babylon*.
Where do go to? Into the cyclone's eye.
Whom do you love? Some gypsy girl.
What do they call her? Fata Morgana.

Geeske © 31.01.2006

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info