E ci voleva ancora (M. Anaghnostakis)

Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει
όμως εγώ δεν παραδέχτηκα την ήττα,
έβλεπα τώρα πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω
πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες.

Μιλάτε, δείχνετε πληγές, αλλόφρονες στους δρόμους.
Τον πανικό που στραγγαλίζει την καρδιά σας σαν σημαία
καρφώσατε σ’ εξώστες, με σπουδή φορτώσατε το εμπόρευμα.
Η πρόγνωσή σας ασφαλής: Θα πέσει η πόλις.

Εκεί, προσεκτικά σε μια γωνιά μαζεύω με τάξη,
φράζω με σύνεση το τελευταίο μου φυλάκιο.
Κρεμώ κομμένα χέρια στους τοίχους, στολίζω
με τα κομμένα κρανία τα παράθυρα, πλέκω
με κομμένα μαλλιά το δίχτυ μου και περιμένω
όρθιος και μόνος σαν και πρώτα περιμένω.


E ci voleva molta luce ancora per esser giorno
ma la sconfitta io non l'accettai,
ora vedevo il tesoro nascosto da salvare
quante sorgenti da preservare tra le fiamme.

Parlate, mostrate le ferite, come furie nelle strade.
Il panico che vi affoga il cuore, come una bandiera
inchiodatelo al balcone, le merci caricate attenti.
E' sicura la vostra previsione. La città dovrà cadere.

In un angolo lì con ogni cura metto ordine
dispongo barriere sapienti all'ultimo mio ridotto.
Appendo mani tagliate ai muri, agghindo
di teste mozzate le finestre, intreccio
con capelli recisi la mia rete e aspetto
in piedi e, solo come un tempo, aspetto.

Gian Piero Testa, Gian Piero Testa © 11.02.2012

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info