Cumpleaños

Στα μονοπάτια του καημού
στη γέφυρα του στεναγμού
μ’ έκαν’ η μάνα μου
Μια φθινοπωρινή βραδιά,
ζωή την κρύα σου καρδιά
είδαν τα μάτια μου

Με κουδουνίστρες πλαστικές
όμορφες και χρωματιστές
με νανουρίζανε
Και τα ματάκια τα μικρά
είδαν του κόσμου τ’ αγαθά
και συμφωνήσανε

Ήταν το γάλα μου πικρό
και το νεράκι μου γλυφό
που με μεγάλωνε
Κι απέναντι στη κούνια μου,
η μοίρα η κακούργα μου
και με καμάρωνε

Ήταν το κλάμα μου μουντό
σαν κάτι να `θελα να πω,
μα δε με νιώσανε
Μια λυπημένη αναπνοή
για την πουτάνα τη ζωή
που μου χρεώσανε

Έτσι ξεκίνησα λοιπόν, έτσι ξεκίνησα,
δε με ρωτήσανε ζωή, μα σε συνήθισα
Σαν πληγωμένο αετόπουλο στο χώμα,
ψάχνω τη δύναμη να κρατηθώ ακόμα

Έτσι ξεκίνησα λοιπόν, έτσι ξεκίνησα,
άλλα μου δείξανε και άλλα εγώ αντίκρισα
Θεέ μου κι ας ήξερα ποια μέρα θα πεθάνω
και του θανάτου μου γενέθλια να κάνω

Πάνω σε λάσπες και καρφιά
στ’ άδικου κόσμου τη φωτιά πρωτοπερπάτησα
Ισορροπία σταθερή
για να προλάβω τη ζωή,
όμως την πάτησα

Μονό το "α" και το "χ"
στη σχολική μου εποχή
πρωτοσυλλάβισα
Γι αυτό το "αχ" και το "γιατί"
όπου βρεθώ μ’ ακολουθεί
κι ας τριαντάρισα

Έτσι περνούσε ο καιρός
και γω στο δρόμο μου σκυφτός
έκανα όνειρα
Έτυχε να `μαι απ’ αυτούς
που κολυμπάνε στους αφρούς
και στα λασπόνερα

Στάζει το αίμα της ψυχής,
σαν τις σταγόνες της βροχής
όμως ποιος νοιάζεται
Και την αόρατη πληγή
που μέσα μου αιμορραγεί
ποιος τη μοιράζεται

Έτσι ξεκίνησα λοιπόν...


En el camino del dolor
en el puente de los suspiros
me hizo mi madre
Una tarde de otoño
tu frío corazón, vida
vieron mis ojos

Con sonajeros de plástico
bellos y de colores
me cantaron una nana
Y esos mismos ojos pequeños
vieron lo bueno del mundo
y estuvieron de acuerdo

Fueron mi leche amarga
y mi agua salobre
las que me hicieron crecer
Y frente a mi cuna,
mi destino criminal
se enorgulleció de mí.

Era mi llanto confuso
como si quisiera decir algo,
pero nadie me prestó atención
Una respiración triste
por esa puta vida
que me cargaron

Así comencé pues, así comencé.
No me preguntaro, vida, pero me acostumbré a tí
Como un águila herido en tierra,
busco la fuerza para levantarme de nuevo.

Así comencé pues, así comencé,
me mostraron muchas cosas y a muchas me enfrenté
Dios mío, ojalá supiera qué día he de morir
para hacer de mi muerte un cumpleaños

Sobre barro y clavos
en el fuego de este mundo injusto dí mis primeros pasos
Equilibrio firme
para alcanzar la vida,
y sin embargo resbalé.

Sólo la "α" y la "χ"*
en mis tiempos de escolar
deletreé
Y por eso el "αχ" y el "por qué"
Allí donde me encuentro me persiguen
y así cumplí los treinta

Así pasaba el tiempo
y yo por mi camino cabizbajo
soñaba
Resultó que soy uno de esos
que nadan en la espuma
y la nieve derretida

Corre la sangre del alma,
como gotas de lluvia
pero, ¿a quién le importa?
Y esa herida invisible
que sangra dentro de mí
¿quién la compartirá?

Así comencé pues, así comencé...

Giftissa © 20.02.2006

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info