Die Schrottkiste

Σακαράκα παλιά χιόνια βροχές σκουριασμένη
δίχως ρόδες φτερά μηχανή χαλασμένη
βγήκε νύχτα κρυφά στη στροφή μεθυσμένη
μια καρότσα παλιά στο σαράκι πνιγμένη

Καθισμένοι μπροστά στο σπασμένο τιμόνι
οδηγός και βοηθός κουβεντιάζουνε μόνοι
λένε για δρόμους παλιούς για ταξίδια για μπλόκα
το μεγάλο καρφί τη μεγάλη την πρόκα

Για φορτία κρυφά για ρουφιάνους για ψεύτες
καθισμένοι μπροστά σε σπασμένους καθρέφτες
με το κλάξον βραχνό να αντέχει ακόμα
πιάνουν φτιάχνουν σκοπό το τσιγάρο στο στόμα

Με το κλάξον βραχνό να αντέχει ακόμα
πιάνουν φτιάχνουν σκοπό ταξιδεύουν ακόμα


Alte Schrottkiste, Schnee, Regen, verrostet
ohne Räder, Kotflügel, Motor kaputt
fuhr in der Nacht heimlich los, in die Kurve, betrunken
eine alte Kutsche, vom Holzwurm zerfressen

Sitzend vor dem zerbrochenen Steuer
unterhalten sich Fahrer und Gehilfe allein
sich sprechen über alte Straßen, Reisen und Blockaden
dieser alte Nagel und jener alte Nagel

Als heimliche Ladung für Kuppler und Betrüger
sitzend vor zerbrochenen Spiegeln
mit der heiseren Hupe soll sie noch aushalten
sie halten am Ziel fest, sie reparieren, die Zigarette im Mund

Mit der heiseren Hupe soll sie noch aushalten
sie halten am Ziel fest, sie reparieren, sie sind noch unterwegs

lipsia © 18.02.2012

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info