Grecia (Lengo) (Y. Markopoulos) | ||
Στην κυρά μάνα μας μη δίνετε βοήθεια ούτε μαγκούρα στο προσκέφαλο σιμά γιατί θα δέρνει κάθε μέρα τα παιδιά της κι όταν μιλάω θα με λέει αληταρά κι αν δέρνει κάθε που γουστάρει τα παιδιά της θα καταντήσουνε εμπόροι δουλικοί τα νιάτα χάνονται στα βρόμικα σοκάκια για να μετρήσουν με το μπόι τους τη γη Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω πάψε να με κυβερνάς Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω πάψε να με τυραννάς Κι αν θέλω τώρα να ακούγεται η φωνή μου με πιάνει τρόμος από ίσκιους μακρινούς χρυσάφι μοιάζει η συντροφιά σου στη ζωή μου κι η ομορφιά σου μου γιατρεύει τους καημούς ρε μπάρμπα κάτσε να μας πεις μια ιστορία πως ήταν τότες η μανούλα μας παλιά έπεφτε ξύλο σαν γινόταν φασαρία ή σας νανούριζε με χάδια και φιλιά Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω μου σπαράζεις την καρδιά Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω μου πληγώνεις τη χαρά Κι ο μπάρμπας τότε σοβαρεύτηκε λιγάκι τη κούτρα ξύνει και παράγγειλε καφέ η μητέρα είπε ήταν ένα κοριτσάκι που ορφανό μάζευε άνθη σε μπαξέ τ’άνθη στόλιζαν το αγέρωχο κεφάλι μα όταν κοιμόταν πάλι πέφτανε στη γη κι από τα λούλουδα που ο χάρος είχε βάλει εμένα κράτησε να βλέπω τη ζωή Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω μου’χεις φάει την ψυχή Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω φίλοι θα βρεθούμε όλοι μαζί Αυτή παιδιά μου ήταν τότες η μανούλα ο κήπος ύστερα εγέμισε ληστές το κοριτσάκι μας το ντύσανε γριούλα κι απ’τα κουρέλια φαινότανε οι πληγές κι αν μας χτυπάει με μανία και φωνάζει τη βάζουν άλλοι με συμφέροντα πολλά το όνειρο που φεύγει τη τρομάζει να αναζητάει μια χαμένη ελευτεριά Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω μάνα στο καμίνι της φωτιάς Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω μάνα πες μας πάλι τι ζητάς | Alla nostra signora madre non prestate aiuto e nemmeno un bastone da tenere accanto al letto perché ogni giorno picchierà i suoi figli e se picchierà i suoi figli ciascuno come le garba si ridurranno bottegai servitori la gioventù va a perdersi nella sporcizia dei vicoli a misurare la terra con tutta la sua statura Lengo, Lengo, Lengo smettila di governarmi Lengo, Lengo, Lengo smettila di tiranneggiarmi E se ora voglio che si senta la mia voce mi arriva una paura da tenebre lontane sembra un gioiello la tua compagnia nella mia vita e la tua bellezza mi cura le bruciature forza, vecchio, siediti e raccontaci una storia com'era la mammina nostra nel tempo andato calava il bastone quando si faceva confusione o vi cullava con carezze e baci Lengo, Lengo, Lengo mi spezzi il cuore Lengo, Lengo, Lengo ferisci la mia gioia E il vecchio allora si fece un poco serio chinò la fronte e ordinò un caffé la madre disse era una fanciulla che in solitudine coglieva fiori nel giardino i fiori adornavano la sua testa nobile ma per dormire di nuovo si stendeva a terra e di tra i fiori piantati da Caronte mi sollevò per farmi veder la vita Lengo, Lengo, Lengo, Lengo mi hai divorato l'anima Lengo, Lengo, Lengo ci ritroveremo amici tutti insieme Ragazzi miei, lei era allora una mammina in seguito il giardino si è riempito di briganti la nostra ragazzina la vestirono da vecchietta e tra gli stracci si vedevano le piaghe e se ci picchia fuor di senno e grida sono altri a forzarla con i molti interessi loro e la terrorizza il sogno fuggitivo di ricercare una libertà perduta Lengo, Lengo, Lengo madre nel fuoco della fornace Lengo, Lengo, Lengo madre torna a dirci che cosa vai cercando | |
Gian Piero Testa, Gian Piero Testa © 09.10.2012 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info