O soldado

Απόψε πήρε άδεια
και με την τσέπη άδεια
τραβάει για την πόλη.
Ρίχνει ένα γεια σου στο φρουρό,
σαλτάρει σ’ ένα φορτηγό,
κι ο χάρος δε γλιτώνει.

Έλα στην παρέα μας, φαντάρε
κάτσε κι ένα ποτηράκι πάρε.
Ξέχνα στρατώνες και σκοπιές
κι από το μπρούσκο της καρδιάς μας πιες.

Η πόλη σαν τη γόησσα
σαν την παλιά αρχόντισσα
ανάβει τα κολιέ της.
Μα σαν τον φέρνει στα στενά
τον κουβεντιάζει η μοναξιά,
τον παίρνει αγκαζέ της.

Οι δρόμοι τον κουράσανε,
παράπονα τον πιάσανε,
στο ταβερνάκι μπαίνει.
Κάποιον να βρει για ένα πιοτό,
να ’χουν τον ίδιο τον καημό,
μαζί να δουν πού βγαίνει.


Esta noite vai vazia
e com bolso vazio
dispara para a cidade
Joga um olá para a guarda
salta a um caminhão,
e a morte escorrega

Venha na nossa companhia, soldado
sente e tome um copo
Esqueça os quartéis e as guaritas
e beba pela secura de nosso coração

A cidade como charmosa
como velha senhora
acende seus colares
Mas como leva forte
ousa na solidão
e abraça por detrás

As ruas estão quietas
reclamações em pagar
na taverna
Alguém a encontrar para uma bebida
para que tenham a mesma dor
juntos os dois vêem o que sai

Marco Aurelio Funchal, Marco Aurelio Funchal © 11.10.2012

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info