Il soldato | ||
Απόψε πήρε άδεια και με την τσέπη άδεια τραβάει για την πόλη. Ρίχνει ένα γεια σου στο φρουρό, σαλτάρει σ’ ένα φορτηγό, κι ο χάρος δε γλιτώνει. Έλα στην παρέα μας, φαντάρε κάτσε κι ένα ποτηράκι πάρε. Ξέχνα στρατώνες και σκοπιές κι από το μπρούσκο της καρδιάς μας πιες. Η πόλη σαν τη γόησσα σαν την παλιά αρχόντισσα ανάβει τα κολιέ της. Μα σαν τον φέρνει στα στενά τον κουβεντιάζει η μοναξιά, τον παίρνει αγκαζέ της. Οι δρόμοι τον κουράσανε, παράπονα τον πιάσανε, στο ταβερνάκι μπαίνει. Κάποιον να βρει για ένα πιοτό, να ’χουν τον ίδιο τον καημό, μαζί να δουν πού βγαίνει. | Stasera ha preso un permesso e con le tasche vuote vaga per la città Lancia un ciao alla guardia salta su un camion e la morte non ha scampo Vieni a farci compagnia, soldato siediti e prenditi un bicchierino dimenticati delle caserme e dei posti di guardia e bevi dal vino brusco del nostro cuore La città come la seduttrice come la vecchia nobile alza la sua collana ma quando lo porta tra i vicoli gli parla la solitudine lo prende sottobraccio Le strade lo stancarono lo presero dei malumori entra in una tavernetta a cercare qualcuno per una bevuta, che avesse lo stesso dolore, per vedere insieme da dove esce | |
Alessio Miranda © 11.10.2012 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info