Benvenuto straniero nel mio paese | ||
Βάζω λίγο σκοτάδι και λιγάκι βροχή για να σου φτιάξω μια παράξενη αρχή και να σε ξεμακρύνω λίγο από τη σκέψη σου που έτσι κι αλλιώς ξεσυνερίζεται το κέφι σου. Σε πάω σε δρόμο μικρό, σε σοκάκι παλιό σ’ ένα αιώνια ποτισμένο απ’ το κρασί καπηλειό, μέρος κακόφημο, ακόμα και για το στοχασμό μου που ούτε κι ο φόβος δε με φέρνει στ’ όνειρό μου. Εδώ λοιπόν, θα μοιραστώ μια ιστορία μαζί σου που `ναι σαν να συνέβη χθες και ορκίσου αν σε πειράξει τόσο που ντραπείς πουθενά να μη τη πεις. Καλώς ήρθες, ξένε στο τόπο μου άραξε δίπλα να σου βάλω ένα κρασί να πιεις συγχώρεσέ με λιγάκι για τον τρόπο μου, μα με βρήκες στην αγκαλιά της ντροπής. Ξέμεινα μόνος μου, πάρε και κάτσε όπου θες κουρασμένο σε βλέπω, πρέπει καιρό να γυρίζεις, όμως μέσα στη ζαλάδα μου και πίσω απ’ τις σκιές σα να μου φαίνεται πως κάτι μου θυμίζεις. Γεια σου και σένα, έλειπα χρόνια ήμουνα κάπου μακριά με φέραν πίσω δυνατές φωνές και κάποιες τύψεις που μου είπαν πως εδώ κοντά έχω γεννηθεί κι έχω πεθάνει δυο χιλιάδες φορές. Ω, να τα μας, καλά είπα όταν σε είδα πως σίγουρα παράξενα θα πρέπει να μιλάς από άλλο κόσμο έχεις απάνω σου σφραγίδα αυτά τα αγκάθια στο κεφάλι και τα ρούχα που φοράς. Κάποτε κάποιοι μου το φόρεσαν για στέμμα και με χλευάζανε μεγάλο βασιλιά ακόμα τρέχει από τότε φρέσκο αίμα σ’ αυτά που ανέβηκαν του χρόνου τα σκαλιά. Γι’ αυτό με βλέπεις μέσα στις σκιές σαν να φοβάμαι και να θέλω να γλιτώσω μια προσευχή σ’ ένα περβόλι με ελιές δε με αφήσανε ποτέ να την τελειώσω. Κι όμως μυρίζεις ουρανό και χώματα κι αυτή την όμορφη δροσιά της σιωπής Είναι που μ’ έφεραν εδώ αλλόκοτα μαλώματα άκου, λοιπόν, τι θα τους πεις: Αφού φωνάζουν όλοι αυτοί κι αφού σκοτώνουν στ’ όνομα μου πες αναβάλλεται η γιορτή πάω να ξαπλώσω στα καρφιά μου. Πες τους ο χρόνος πως τρελάθηκε δε κάνει στάση Γολγοθά πες ο παράξενος πως χάθηκε κι έφυγε οριστικά Μπερδεμένα μου τα λες, αλλά γουστάρω πρέπει να σπούδασες τη τέχνη του μυαλού ή σαν κι μένα όταν με πιάνει και σαλτάρω και πίνω εδώ, με πιάνει αλλού. Γι’ αυτό και εγώ ήρθα εδώ και σε διάλεξα πιωμένο για να μπορέσεις την αλήθεια να τους πεις κάτω από το φως το μέτωπο έχεις ιδρωμένο, μα το προσέχεις καθαρό, δε θα ντραπείς. Οι άλλοι παίξανε μαζί μου στους αιώνες αυτοκράτορα με χρίσανε, με κάναν στρατηγό, τα απλά μου λόγια τα σκορπίσαν σαν κανόνες και δεν ήξερα τίποτα εγώ. Που με βρήκες εδώ κάτω τι με θες; Το μυαλό μου δε σαλεύει από κούνια σα να γεννήθηκα μου φαίνεται χτες ενώ έξω υπάρχουν έξυπνοι μιλιούνια. Αυτούς τους είδα, τους άκουσα, τους νιώθει το πετσί μου προτιμώ τα καρφιά που με κρατάνε στο σταυρό αυτοί πουλήσαν ακριβά τη γέννησή μου, αυτοί φυλάνε το σκοτάδι θησαυρό. Πες στους εχθρούς μου ότι είχαν λόγο καλό και θα τους σέβομαι γιατί πιο τίμια σταθήκαν όταν με σκοτώναν, κοιτούσαν ουρανό κι έτσι πρόλαβαν από εκεί συγχωρεθήκαν. Ωραίος, παράξενε φίλε μου, απόψε για την ανημποριά μου βρήκες σκοπό πάρε μια κούπα πάρε ψωμί και κόψε να τελειώσω το κρασί μου και θα πάω να τους πω: Αφού φωνάζουν όλοι αυτοί κι αφού σκοτώνουν στ’ όνομα σου θα πω αναβάλλεται η γιορτή πας να ξαπλώσεις στα καρφιά σου. Θα πω ο χρόνος πως τρελάθηκε δε κάνει στάση Γολγοθά θα πω ο παράξενος πως χάθηκε κι έφυγε οριστικά. | Mescolo un pò di buio e un pò di pioggia per farti un inizio bizzarro e allontanarti per un un pò dai pensieri tuoi che in un modo o nel altro tengono conto dei tuoi capricci. Ti porto in una strada piccola, in un vecchio vicolo in una bettola infiltrata per secoli dal vino, un posto malfamato pure per il mio pensiero ove nemmeno la paura mi ci porta, nei miei sogni. E qui allora che voglio condividere una storia con te che è come se fosse successa ieri e che giura se ti disturbera al punto di esserti vergognato non la dire a nessuno. Benvenuto, straniero nel mio paese siediti accanto a me che ti offro del vino perdona le mie maniere ma mi hai beccato nelle braccia della vergogna. Sono rimasto solo, siediti dove vuoi ti vedo stanco, devi aver viaggato a lungo, nel mio stordimento e dietro alle ombre mi sembra che tu mi ricordi qualcosa. Ciao a te, sono mancato da anni, ero lontano mi hanno portato voci forti e dei rimorsi che mi hanno detto che qua vicino sono nato e morto due mila volte. Ecco, lo dicevo io quando t'ho visto che sicuramente avresti parlato in un modo strano impresso su di te hai il timbro di un altro mondo queste spine sulla testa e gli abiti che indossi... Un tempo certi uni me le hanno messo in testa come corona e mi hanno deriso come grande re da allora corre ancora sangue fresco sui gradini del tempo che sono salito È per questo che mi vedi tra le ombre come se avessi paura e volessi fuggire, una preghiera in un oliveto non mi hanno mai lasciato finire. Eppure, hai un odore di cielo e terra e quel buon fresco del silenzio E che mi hanno portato qui dispute bizzarre Allora, senti cosa dirgli: visto che tutti quelli si sgridano visto che uccidono nel mio nome digli che la festa si rinvia vado a sdraiarmi sui miei chiodi Digli che il tempo si è impazzito, che non si ferma più nella fermata Calvario dì che quello strano è sparito che se n'è andato per sempre Mi stai confondendo ma mi piace devi aver studiato l'arte della mente o come me quando schizzo con la mente e bevo quì ma mi "prende" altrove. È per questo che sono venuto qui e ti ho scelto ubriaco perchè tu sia in grado di dire la verità sotto la luce hai la fronte sudata, ma la tieni pulita, non avrai vergogna. Gli altri hanno giocato con me nei secoli mi hanno nominato imperatore, grande generale Le mie semplici parole hanno spacciato come regole e io non ne sapevo niente. Come hai fatto a trovarmi quà giù, cosa vuoi da me? La mia mente è ferma dalla culla mi sembra come se fossi nato ieri mentre là fuori ci sono migliaia di furbi. Quelli li ho visti, li ho sentiti, li sente la mia pelle preferisco i chiodi che mi tengono sulla croce quelli l'hanno venduta cara la mia nascita, custodiscono le tenebre come tesoro. Dì ai miei nemici, che avevano un buon motivo e li rispetto perché si sono comportati in modo più onesto quando mi uccidevano, guardavano il cielo e da lì hanno ottenuto il perdono. Bene, amico mio strano, stasera hai trovato uno scopo alla mia debolezza prenditi un bicchiere, prenditi del pane e taglialo finisco giusto il mio vino e gli vado a dire: visto che tutti quelli si sgridano visto che uccidono nel tuo nome gli dirò che la festa si rinvia e che vai a sdraiarti sui tuoi chiodi gli dirò che il tempo si è impazzito, che non si ferma più nella fermata Calvario gli dirò che quello strano è sparito che se n'è andato per sempre | |
oyama16v © 11.10.2012 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info